Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Περί των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας


Χθες έκλεισε η πρώτη ψηφοφορία του blog. Το ίδιο το ερώτημα θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κανείς πώς δεν «στέκει». «Ποιος είναι ο ισχυρότερος σκακιστής στην ιστορία;». Έλα ντε…
Προφανώς το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί στα σοβαρά, πόσο μάλλον μέσα από μερικές επιλογές ονομάτων σε ένα poll ενός blog.
Με ποια κριτήρια θα συγκρίνει κάποιος τον Μόρφυ πχ με τον Φίσερ; Τον Στάινιτς με τον Κασπάροβ; Όλοι ξέρουμε ότι οι ισχυροί παίχτες κάθε εποχής, είχαν στο οπλοστάσιο τους την ήδη συσσωρευμένη γνώση των προηγούμενων γενεών και είναι απολύτως φυσικό να μην μπορεί να συγκριθεί ένας μετρ του προπερασμένου αιώνα με έναν εκ των κορυφαίων παιχτών της σοβιετικής σχολής για παράδειγμα. Επομένως το ερώτημα το ίδιο είναι προβληματικό. Ίσως θα έπρεπε να διατυπωθεί ως εξής: «Ποιος είναι ο αγαπημένος σας σκακιστής όλων των εποχών». Τότε όμως δεν θα έπρεπε να υπάρχει poll, καθώς αν υπήρχε τέτοιο θα έπρεπε να έχει καμιά 300αριά ονόματα και βάλε. Ξέρω ήδη πολλούς των οποίων αγαπημένος σκακιστής είναι ο Φρανκ Μάρσαλ, ο Χάρι Νέλσον Πίλσμπερι, ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Τσιγκόριν ή ο Βασίλι Ιβαντσούκ και γιατί όχι άλλωστε. Επομένως ένα τέτοιο ερώτημα δεν θα είχε και πολύ νόημα, από την στιγμή που δεν θα περιόριζε – βάση μιας έστω και αίολης λογικής- τα ονόματα σε καμιά 20αριά το πολύ.
Ίσως μια άλλη μορφή του ερωτήματος να ήταν: «Ποιος ήταν ο πιο ολοκληρωμένος σκακιστής στην ιστορία». Αυτό όμως θα απέκλειε τους πριν το 1950 – τουλάχιστον – κορυφαίους παίχτες.
Ένα εύλογο ερώτημα θα ήταν: «Και γιατί να υπάρξει ντε και καλά ένα τέτοιο poll;».
Σωστό είναι αυτό, αλλά έλα που εμένα κάτι τέτοιες κουβέντες μ’ αρέσουν. Κι όσο κι αν δεν μπορούν να καταλήξουν σε κάποιο σοβαρό συμπέρασμα όσον αφορά το ερώτημα αυτό καθ’ αυτό, νομίζω πως μπορούν να βγουν κάποια επιμέρους ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η ψηφοφορία, λοιπόν, τελείωσε με ισοβαθμία στην πρώτη θέση μεταξύ του Γκάρι Κασπάροβ και του Μίσα Ταλ, ενώ ισόβαθμοι ακολουθούν ο Μπόμπι Φίσερ και ο Ανατόλι Κάρποβ.
Ας δούμε λίγο αυτά τα αποτελέσματα. Του Κασπάροβ θα έλεγα πως είναι το πιο αναμενόμενο.  Νομίζω ότι το να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Γκάρι υπήρξε ο πιο ολοκληρωμένος σκακιστής είναι μια λογική θέση. Είναι ίσως ο τελευταίος μεγάλος της σοβιετικής σχολής. Η κυριαρχία του ξεκινάει στην δύση της και τελειώνει ότι πια έχουμε μπει για τα καλά στην «μετασοβιετική» ή σύγχρονη – όπως θέλετε πείτε το- εποχή του παιχνιδιού. Το παιχνίδι του Κασπάροβ συμπύκνωνε μέσα του σε πολύ μεγάλο βαθμό όλη την προγενέστερη εμπειρία.
Ο Ταλ όμως; Γιατί να ισοβαθμεί στην 1η θέση ο όγδοος παγκόσμιος πρωταθλητής, ο οποίος μάλιστα έμεινε στο θρόνο για μονάχα ένα έτος, με τον δέκατο τρίτο ομόλογο του, ο οποίος υπήρξε παγκόσμιος πρωταθλητής για 15 συνεχόμενα έτη;
Γιατί αυτός ο «νεορομαντικός» μας γοητεύει τόσο; Γιατί, πέρα από την προσωπική προτίμηση που μπορεί να έχει κάποιος στο παιχνίδι του ή στην προσωπικότητα του, θεωρεί ότι το να τον ψηφίσει ως κορυφαίο σκακιστή είναι κάτι που δεν έρχεται σε αντίθεση με την λογική και την αντικειμενικότητα; Γιατί πχ αυτό δεν συμβαίνει με τον Σμύσλοβ ή τον Πετροσιάν ή γιατί δεν συμβαίνει με τον Ρουμπινστάιν ή τον Αλιέχιν;
Μόνο και μόνο επειδή ο Ταλ έκανε εντυπωσιακές θυσίες;
Δεν νομίζω ότι είναι αυτό. Πιστεύω ότι είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Ίσως η άποψη μου θεωρηθεί κάπως ακραία ή αυθαίρετη, αλλά πιστεύω ότι όλοι –συνειδητά ή υποσεινήδητα- ξέρουμε ότι ο Ταλ έσωσε το σκάκι – τουλάχιστον το κομμάτι του εκείνο που θα χαρακτηρίζαμε «παιχνίδι». Με λίγα λόγια, την εποχή που ο Μποτβίνικ (και δεν έχω καμιά διάθεση να μειώσω την δική του μεγάλη προσφορά) έκανε την μεγάλη απόπειρα να «στεγνώσει» το παιχνίδι προωθώντας και σε μεγάλο βαθμό επιβάλλοντας την επιστημονική θεώρηση ως το μόνο δρόμο και τρόπο που έπρεπε να ακολουθήσει και να παίζεται το σκάκι, ο Ταλ του πέταξε στο πρόσωπο μια μεγάλη αλήθεια, που αυτός ο ίδιος ο μεγάλος αναζητητής της «αλήθειας σε κάθε θέση» είχε αγνοήσει. Ότι το σκάκι είναι πρώτα απ’ όλα παιχνίδι. Ότι χωρίς την φαντασία – όπως σωστά είχε αναφέρει ο Τσβάιχ – δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ότι εν τέλει, αν ντε και καλά θα πρέπει να του δώσουμε έναν άλλο χαρακτηρισμό και δεν μας φτάνει να το πούμε απλά παιχνίδι, το να το ονομάσουμε τέχνη θα ταίριαζε ίσως καλύτερα από την βαρύγδουπη βάπτιση του σε «επιστήμη».
Ο Ταλ υπήρξε η αναρχική πινελιά πάνω στην επιβολή της μονολιθικότητας του «επιστημονικού σοσιαλισμού» στο σκάκι. Υπήρξε η πνοή ζωής που ακριβώς δικαιώνοντας την ύπαρξη της, αρνήθηκε την τυποποίηση και τη φόρμα. Έδειξε ότι αυτή ακριβώς η ορμή για αυτόνομη ύπαρξη είναι που μπορεί – έστω και προσωρινά – να ανατρέψει τον εκ των άνω επιβαλλόμενο κανόνα. Ότι εν τέλει η «ομορφιά» μπορεί – έστω και προσωρινά- να νικήσει την από τα πάνω επιβαλλόμενη «αλήθεια». Ο Ταλ υπήρξε ουσιαστικά μια υπόσχεση, μια δυνατότητα ανατροπής. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μποτβίνικ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξης του και του χρόνου του στην προσπάθεια εξέλιξης ενός σκακιστικού προγράμματος για υπολογιστές. Το να νικηθεί η σκέψη του Ταλ από ένα μηχάνημα που δεν κάνει λάθος, δεν ήταν μόνο μια προσωπική ρεβάνς για τον "πατριάρχη". Συνειδητά ή υποσυνείδητα (δεν έχει σημασία) νομίζω είχε αντιληφθεί τον γενικότερο "κίνδυνο" που έκλεινε μέσα του το "φαινόμενο" του Λετονού.
Στην 3η θέση ισοβαθμούν οι δύο του «τελικού που δεν έγινε ποτέ». Νομίζω πώς και αυτό είναι ένα λογικό αποτέλεσμα. Ο Φίσερ με το απίστευτο σκάκι που έπαιξε ειδικά την διετία 1970-72, εκθρονίζοντας μάλιστα τους Σοβιετικούς, όντας ο ίδιος μόνος του, χωρίς μια σχολή από πίσω του, είχε και θα έχει για πάντα τους δικούς του φανατικούς οπαδούς. Υπήρξε – με βάση αυτά που είπαμε παραπάνω για τον Ταλ- ο Φίσερ μια ανατροπή; Ίσως και πάλι να προκαλώ, αλλά κατά την γνώμη μου όχι! Εκθρόνισε την σοβιετική σχολή, παίζοντας το σκάκι της, λογικό σκάκι, μόνο που επειδή ήταν απέξω, είχε την δυνατότητα να παρακολουθεί τα όσα γίνονταν στους κόλπους της, χωρίς την ίδια ώρα να είναι μέρος του «κλειστού κυκλώματος» της και έτσι μπόρεσε να αποφύγει της αντιφάσεις της, κερδίζοντας από τις κατακτήσεις της. Φορέας ανατροπής των παραδεδεγμένων όμως – σε καθαρά σκακιστικό επίπεδο- δεν υπήρξε. Εκτός σκακιέρας, είναι ένα άλλο ζήτημα, που σηκώνει πολύ κουβέντα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι αν ο Φίσερ ήταν σοβιετικός, θα ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Μποτβίνικ (επαναλαμβάνω, όσο αφορά το σκακιστικό καθαρά κομμάτι και όχι την γενικότερη συμπεριφορά του).
Ο Ανατόλι Κάρποβ υπήρξε ίσως ο σκακιστής με την βαθύτερη στρατηγική κατανόηση του παιχνιδιού και δικαίως θα μνημονεύεται ως ένας από τους κορυφαίους παίχτες όλων των εποχών. Η ήττα του από τον Κασπάροβ έχει να κάνει με πολλά πράγματα. Από τα εντελώς αντίθετα στυλ παιχνιδιού αυτών των δύο, την αργοπορημένη αντίδραση του Κάρποβ να προσαρμοστεί απέναντι στον συγκεκριμένο αντίπαλο,  την διαφορά ηλικίας ως και το λάθος του – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κασπάροβ- να «προσθέσει το φάντασμα του Φίσερ στο στρατόπεδο των αντιπάλων του» σε εκείνον τον μαραθώνιο τελικό που δεν …τελείωσε ποτέ.
Άξιο αναφοράς είναι επίσης οι δύο ψήφοι του Πολ Μόρφι, καθώς και οι 5 για τον Καπαμπλάνκα που τον τοποθετούν στην κορυφή των υπολοίπων – αν εξαιρεθούν οι 4 πρώτοι.

Κάθε σχόλιο και κάθε αντίρρηση είναι ευπρόσδεκτα. Έτσι κι αλλιώς θα είναι χαρά μου να κάνουμε κουβέντα. Επίσης περιμένω προτάσεις για επόμενες ψηφοφορίες (έχω κατά νου το «Ισχυρότερος παίχτης που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής», αλλά καλό θα ήταν να πέσουν κι άλλες προτάσεις στο τραπέζι). 





Πολ Μόρφυ
  2 (2%)
Άντολφ Άντερσεν
  0 (0%)
Βίλελμ Στάινιτς
  1 (1%)
Εμμάνουελ Λάσκερ
  1 (1%)
Ακίμπα Ρουμπινστάιν
  1 (1%)
Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα
  5 (6%)
Αλεξάντερ Αλιέχιν
  2 (2%)
Πολ Κέρες
  0 (0%)
Μιχαήλ Μποτβίνικ
  1 (1%)
Βασίλι Σμύσλοβ
  0 (0%)
Μιχαήλ Ταλ
  19 (22%)
Τίγκραν Πετροσιάν
  1 (1%)
Μπόρις Σπάσκι
  0 (0%)
Βίκτορ Κορτσνόι
  1 (1%)
Μπόμπι Φίσερ
  15 (18%)
Ανατόλι Κάρποβ
  15 (18%)
Γκάρι Κασπάροβ
  19 (22%)
Βλάντιμιρ Κράμνικ
  0 (0%)
Βίσι Ανάντ
  0 (0%)
Μάγκνους Κάρλσεν
  0 (0%)


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Βασίλισσες



Στην αίθουσα του σκακιστικού συλλόγου, επικρατούσε σιγή. Μόνο τα ασυντόνιστα χτυπήματα στα ρολόγια ακούγονταν, όταν κάθε παίχτης ολοκλήρωνε την κίνηση του και χτυπούσε το κουμπί στο ρολόι που πάγωνε τον δικό του χρόνο και ταυτόχρονα εκκινούσε αυτόν του αντιπάλου του. (Μέσα στα άλλα οι σκακιστές είναι και λίγο …χρονοκράτορες. Σταματούν και ξεκινούν τα ρολόγια κατά βούληση. Μα αυτό αφορά μόνον τον δικό τους, τον σκακιστικό χρόνο. Δυστυχώς για τον άλλον, τον πραγματικό, που ρέει σταθερά και αμείλικτα, ούτε αυτοί δεν έχουν λύση).

Ένας από τους παλιούς, τους πιο έμπειρους, έπαιξε την κίνηση του, χτύπησε το ρολόι και βγήκε για λίγο έξω, μέχρι να σκεφτεί ο αντίπαλος του.

Μετά από λίγο, άκουσε κάποιον να σέρνει τα βήματα του προς το μέρος του. Έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα. Ήταν ένας από τους πιτσιρικάδες, το νέο αίμα του συλλόγου. Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 8 χρονών. Πλησίαζε αργά, με το κεφάλι κάτω.

«Τι έπαθες ρε μικρέ;»

«Είχα …είχα καλή θέση. Αλλά ….αλλά έστησα τη βασίλισσα μου…»

«Χα χα!» - γέλασε ο παλιός καθώς χάιδευε τον μικρό στο κεφάλι – «και γι’ αυτό κάνεις έτσι; Έχεις να στήσεις πολλές ακόμα!»

«Έστηνες και συ, όταν ήσουν αρχάριος;» κάτι έλαμψε στο βλέμμα του μικρού, καθώς του γεννιόταν η ελπίδα πώς δεν ήταν ο μόνος.

«Ουουου! Έχω στήσει εγώ βασίλισσες! Τόσες που νομίζω πώς έχω εξασφαλίσει για το υπόλοιπο της ζωής μου το μένος του γυναικείου φύλου!»





32 κομμάτια. 30 αρσενικοί και μόλις 2 θηλυκά. Κι όμως ικανά να κάνουν την σκακιέρα άνω κάτω (και μετά μου λες ότι το σκάκι δεν μιμείται τη ζωή).
Μια τέτοια κυρία, τοποθετημένη σε κεντρικό τετράγωνο, ελέγχει 27 τετράγωνα! Σχεδόν την μισή σκακιέρα! Την ώρα που ένας φτωχός πύργος μπορεί να ελέγξει μόλις 14, ενώ ο κακομοίρης ο «τρελός» στο κέντρο της σκακιέρας μπορεί να ελέγξει το πολύ 13, ο δε «βαρύς μάγκας» ιππότης, από το κέντρο (που είναι και γι’ αυτόν η καλύτερη θέση) ελέγχει μόλις 8 τετράγωνα. Ο δύσμοιρος στρατιώτης, ελέγχει μόνο 2 (εκτός απ’ αυτούς  της α και θ στήλης που ελέγχουν μόλις 1), ενώ η «αυτού υψηλότης» - ναι, αυτός ο τεμπέλαρος που έχει τους άλλους να τρέχουν για πάρτη του – στην καλύτερη θέση του ελέγχει 8, αλλά αυτός έτσι κι αλλιώς την περισσότερη ώρα είναι αραγμένος στην φωλίτσα του, για να αποφύγει τα εχθρικά πυρά και συνήθως μόνο στα φινάλε ξεπορτίζει. Μην τα πολυλογούμε. Η «κυρία» κάνει κουμάντο στο παιχνίδι (και όχι μόνο σ’ αυτό, για να λέμε την αλήθεια).
Αλλά αυτή η αρχόντισσα, δεν υπήρχε από την αρχή στο σκάκι. Εισέβαλε πολύ αργότερα.
Στην ανατολή (από την οποία πέρασε το σκάκι στην Ευρώπη), την θέση της είχε ένα κομμάτι που ονομαζόταν «Φιρζάν» και ήταν πολύ αδύναμο. (καμιά σχέση με την τρομοκράτισσα). Κατόπιν αυτό το κομμάτι μετονομάστηκε «βεζίρης» και πάλι με μειωμένες δυνατότητες.
Γύρω στο 1500, κάνει την εμφάνιση της η βασίλισσα, στα 64 ασπρόμαυρα τετράγωνα. Αρχικά, με μειωμένες δυνατότητες κίνησης, ώσπου σιγά σιγά φτάσαμε στην δυνατότητα κινήσεων που έχει και σήμερα. Πολλοί ερευνητές της ιστορίας του σκακιού, συνδέουν την αυξητική τάση στην δύναμη της σκακιστικής βασίλισσας, με την αντίστοιχη αύξηση εξουσιών που απέκτησαν οι βασίλισσες στις αναγεννησιακές βασιλικές αυλές. Κάτι πολύ πιθανό, αν αναλογιστούμε ότι το σκάκι τότε, παιζόταν αποκλειστικά στις βασιλικές αυλές.
Οι αλλαγές στα κομμάτια, αντικατόπτριζαν κάθε φορά το κοινωνικό στάτους, πράγμα που ενισχύει στην περίπτωση της βασίλισσας, την αρχική υπόθεση.
Όπως και να ‘χει, πριν από περίπου 500 χρόνια, απέκτησαν και οι αρσενικοί σκακιστικοί πεσσοί, την θηλυκή που …θα τους κάνει κουμάντο! (Ω, γίνομαι πολύ άδικος με την πάρτη της. Αυτή η κακομοίρα πόσες φορές δεν έχει πέσει ηρωικά για να σώσει το ταίρι της, ή για να δώσει την νίκη στην παράταξη της. Άσε που κάθε σκακιστής θέλει να έχει στο βιογραφικό του τουλάχιστον μια θυσία βασίλισσας. Τι τραβάει κι αυτή η κακότυχη! Να το θεωρεί περηφάνια του, όποιος την θυσιάζει!)

Οι αρχάριοι παίχτες, μόλις μάθουν σκάκι, αρχίζουν να παίζουν βγάζοντας νωρίς την βασίλισσα τους στο παιχνίδι γιατί θέλουν να κάνουν αμέσως ματ.
Μόλις αρχίσουν να γνωρίζουν το παιχνίδι συστηματικά, αρχίζουν να γνωρίζουν και τον «τρόμο της βασίλισσας».
Είναι πολύ καλή, αλλά δυστυχώς έχει κι ο αντίπαλος μία. Φοβούνται να κινήσουν την δική τους, μην την χάσουν, κι έτσι μοιάζει με άχρηστο όπλο, την ίδια ώρα που αισθάνονται ότι  η άλλη  θα καταπιεί την σκακιέρα ολόκληρη. Μετά ακούνε τον προπονητή να φωνάζει:
«Μην βγάζετε νωρίς την βασίλισσα στο άνοιγμα, χωρίς σοβαρό λόγο! Ο αντίπαλος θα εκμεταλλευτεί αυτήν την έξοδο, βγάζοντας κομμάτια που θα απειλούν την βασίλισσα. Εσείς θα την μετακινείτε και αυτός θα βγάζει και άλλο κομμάτι. Στο τέλος θα έχει αναπτύξει όλο το στρατό του, ενώ εσείς το μόνο που θα έχετε πετύχει, θα είναι να κουνάτε την βασίλισσα πέρα δώθε. Και θα έχετε χαμένη θέση πριν ακόμα το καταλάβετε». Πράγματι, η ισχύς της, είναι ταυτόχρονα και η αδυναμία της. Είναι το ισχυρότερο κομμάτι, άρα όταν απειληθεί, θα πρέπει να οπισθοχωρήσει σε ασφαλές τετράγωνο. Δεν μπορεί να μείνει εκτεθειμένη στον κίνδυνο, διότι ο αντίπαλος θα έδινε οποιοδήποτε κομμάτι του για να την αιχμαλωτίσει. Αυτός ο «τρόμος της βασίλισσας» οδηγεί συχνά τους νέους παίχτες να επιδιώκουν μια γρήγορη αλλαγή βασιλισσών από το άνοιγμα. Μόλις φύγουν απ’ το τραπέζι οι «διαβολικές γυναίκες» αισθάνονται πιο ασφαλείς. Φεύγει ένα άγχος, μπορούν να παίξουν σκάκι πιο ελεύθερα. Ωραία, ξεφορτωθήκατε τις δύο ντάμες γρήγορα, αλλά για πείτε μου τι θα κάνετε με τις υπόλοιπες 16 εκκολαπτόμενες;
Δεν είναι λοιπόν μονάχα 2! Είναι άλλες 16, καμουφλαρισμένες με την ταπεινή μορφή ενός στρατιώτη! Όπως γράφει σε ένα βιβλίο του και ο Γιάσερ Σεϊράβαν, απευθυνόμενος προς αρχαρίους: «Προσέχετε τα πιόνια σας. Είναι μωρά βασίλισσες!». Αυτή κι αν είναι τραγωδία! Να είσαι ένας αδύναμος στρατιώτης, στη πρώτη γραμμή. Να σε δέρνουν οι θύελλες και οι κατατρεγμοί σε όλη την παρτίδα. Ύπουλοι αξιωματικοί να σε λοξοκοιτάζουν. Ιππότες να απειλούν με τις λόγχες τους. Απόρθητα κάστρα να ορθώνονται εμπρός σου. Είσαι και το ξέρεις, εντελώς χαμένος. Μα δεν σου μένει άλλος δρόμος. Βάζεις το κεφάλι κάτω και με το αργό βήμα σου, στοχεύεις την τελευταία γραμμή.
«Έτσι και φτάσω ως εκεί, θα σας δείξω εγώ!». Και ναι! Κάποιοι φτάνουν! Και τότε συντελείτε η μεταμόρφωση! Το ταπεινό πιονάκι, ο κυνηγημένος και φοβισμένος στρατιώτης γίνεται …βασίλισσα! Τι τίμημα όμως κι αυτό! Έφτασε ως την τελευταία γραμμή με αίμα και τώρα για να απολαύσει τους καρπούς της ισχύς και της εξουσίας θα πρέπει να …αλλάξει φύλο!
Με τον καιρό βέβαια, ο φόβος φεύγει και οι νέοι παίχτες την αντιμετωπίζουν σαν ένα κομμάτι όπως όλα τα άλλα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετές φαλλοκρατικές βαριάντες ανοιγμάτων, στις οποίες προβλέπεται η αλλαγή βασιλισσών σε πρώιμο στάδιο, ήδη από το άνοιγμα.  Βγάζουμε τις γυναίκες από τη μέση και παίζουμε …αντρικό σκάκι! (Και τι θα κάνατε μωρέ σε έναν κόσμο χωρίς γυναίκες; Μια σκακιέρα χωρίς ντάμες, είναι μια φτωχή σκακιέρα).
Στα προηγούμενα χρόνια, η βασίλισσα (η αλήθεια είναι όχι μόνο αυτή) έπεσε θύμα και μιας άλλης συνήθειας. Όταν περιόδευαν οι μεγάλοι σκακιστές και επισκέπτονταν τις τοπικές λέσχες σκακιστών, έπαιζαν τις λεγόμενες «παρτίδες με χάντικαπ». Ξεκινούσαν με μειωμένο υλικό, για να διατηρεί κάποιες ελπίδες και ο ερασιτέχνης να το παλέψει κάπως. Τίποτα παραπάνω. Αρκετά συχνά, έβγαζαν την βασίλισσα τους απ’ τη σκακιέρα, πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Μάλιστα, ο Καπαμπλάνκα, παρεξηγήθηκε μια φορά, εξ αιτίας αυτής της συνήθειας. Ο μεγάλος Κάπα περιόδευε στην Ευρώπη. Σε κάποιο σταθμό της περιοδείας του, στην Πολωνία – αν δεν κάνω λάθος - σε μια τοπική λέσχη, ένας ερασιτέχνης ζήτησε μια παρτίδα με τον παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο Κάπα φυσικά δέχθηκε, αλλά μόλις κάθισαν μπροστά στο τραπέζι, όπου είχε στηθεί η σκακιέρα, αρπάζει την βασίλισσα του, βγάζοντας την έξω από την σκακιέρα, τηρώντας απλώς την παράδοση των ισχυρών παιχτών να παίζουν με υλικό μειονέκτημα απέναντι σε πιο αδύνατους. Έλα όμως που ο άλλος δεν «μάσαγε» ούτε μπροστά στον παγκόσμιο πρωταθλητή: «Τι κάνεις εκεί; Πώς με προσβάλεις έτσι; Γύρνα πίσω την βασίλισσα. Μπορώ να σε νικήσω και με αυτήν». Ο Κάπα δεν έχασε την ψυχραιμία του: «Κύριε μου, αν μπορούσατε να με νικήσετε, θα σας ήξερα» του είπε τοποθετώντας πίσω την βασίλισσα και συντρίβοντας τον.

Κατά την ρομαντική ειδικά εποχή του παιχνιδιού (αλλά και αργότερα), όπου οι θυσίες ήταν κάτι σαν επιβεβλημένο (οι σκακιστές θεωρούσαν υποχρέωση τους να θυσιάσουν, για να καταδείξουν την επιβολή του πνεύματος πάνω στην ύλη. Μια νίκη με υλικό πολύ λιγότερο, σήμαινε απλά τον θρίαμβο του πνεύματος) οι θυσίες βασίλισσας ήταν συχνότερο φαινόμενο. Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αυτές οι θυσίες βασίλισσας ήταν και τότε και τώρα, ουσιαστικά «ψευδοθυσίες». Ο παίχτης που θυσιάζει βασίλισσα, έχει άμεσο ματ σε κάποιες κινήσεις, ή εντελώς κερδισμένη θέση μετά την θυσία. Πραγματικές θυσίες, με ρίσκο, είναι οι λεγόμενες στρατηγικές θυσίες «διαφοράς». Όταν δηλαδή προσφέρεται πύργος για αξιωματικό ή ίππο ή προσφέρεται ένα ελαφρό κομμάτι (ίππος ή αξιωματικός) για ένα ή δύο πιόνια ή οι θυσίες ενός πιονιού. Αυτές οι θυσίες, δεν παρέχουν άμεσο αντάλλαγμα. Γίνονται για να αποκτηθεί κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα (καλύτερος έλεγχος κάποιου συγκεκριμένου σημείου ή των τετραγώνων ενός χρώματος, κέρδος χρόνου, πρωτοβουλία, δημιουργία αδυναμιών στην αντίπαλη άμυνα κτλ) το οποίο θα προσπαθήσει μετά ο παίχτης να το αξιοποιήσει σιγά σιγά στην πορεία. Γι’ αυτό είναι και πολύ πιο δύσκολες θυσίες, καθώς πρέπει να υπολογιστούν πάρα πολλές βαριάντες με ακρίβεια και να ακολουθήσει «χειρουργικό» παιχνίδι. Ενώ μια θυσία, που δίνει φορσέ ματ σε μερικές κινήσεις και ποιος δεν θα την έκανε (αρκεί να την έβλεπε βέβαια πρώτα. Εγώ συνήθως τις βλέπω μόνο μετά, στην «νεκροψία». Αλλά κανείς δεν κέρδισε παρτίδα στην ανάλυση). Όπως και να ‘χει, είναι εντυπωσιακό να βλέπεις έναν παίχτη να δίνει την βασίλισσα του.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ, είναι η φημισμένη «Αθάνατη παρτίδα» του Άντερσεν, παιγμένη στο περιθώριο του τουρνουά του Λονδίνου στα 1851, απέναντι στον Κιζερίτσκι. Μια μυθική παρτίδα, που γοητεύει για πάντα τους σκακιστές. Ο Άντερσεν θυσιάζει σχεδόν τα πάντα (και τους 2 πύργους του) πριν θυσιάσει και την βασίλισσα, φτάνοντας σε εντυπωσιακό ματ. Στην τελική θέση υπάρχουν μόνο 3 λευκά κομμάτια, δύο ίπποι και ένας αξιωματικός, που δίνουν το ματ. Από την άλλη, υπάρχουν ΟΛΑ τα μαύρα κομμάτια: βασίλισσα, 2 πύργοι, 2 ίπποι, 2 αξιωματικοί! Μόνο πιόνια έχει χάσει ο Κιζερίτσκι. Και όμως γίνεται ματ! Εντυπωσιακή εικόνα στην τελική θέση, με όλο τον μαύρο στρατό ακινητοποιημένο στις γωνιές της σκακιέρας, να παρακολουθεί 3 λευκά κομμάτια να κάνουν ματ. Η βασίλισσα θυσιάζεται στην προτελευταία κίνηση.







Άλλη μια εκπληκτική θυσία βασίλισσας, συνέβη στην παρτίδα Λεβίτσκι – Μάρσαλ, το 1912, όπου ο τρομερός Φρανκ Μάρσαλ παίζει ίσως την εντυπωσιακότερη κίνηση στην ιστορία του σκακιού: 23…Qg3!



Η  μαύρη ντάμα, προσφέρεται ως αμνός καθώς μάλιστα «στουκάρει» σε κενό τετράγωνο, ενώ ο λευκός έχει τρεις δυνατότητες κοψίματος, αλλά φευ… και οι τρεις χάνουν. Ακόμα όμως κι αν ο Λεβίτσκι δεν αποδεχθεί των Δαναών τα δώρα, πάλι χάνει! Οπότε εποίησε σοφά εγκαταλείποντας.
«Μαύρη μαγεία» από τον Μάρσαλ.







Εκτός των θυσιών, η μοίρα των βασιλισσών τους επιβάλλει να δεχθούν συχνά και μια αντίζηλο να συνυπάρχει μαζί τους στην σκακιέρα. Η διγαμία (ή και παραπάνω) επιτρέπεται στο σκάκι για τους μονάρχες.

Δύο τέτοιες παρτίδες, όπου εμφανίστηκαν στην σκακιέρα 4 βασίλισσες, 2 λευκές και 2 μαύρες, μετατρέποντας τους βασιλιάδες σε σουλτάνους στο χαρέμι, είναι η παρτίδα μεταξύ του Μπόμπι Φίσερ και του Τίγκραν Πετροσιάν το 1959 στο Ζάγκρεπ και  η παρτίδα του Αλεξάντερ Μπελιάβσκι και του Μάρκ Ταϊμάνοβ, παιγμένη στην Μόσχα το 1979.



Υπάρχουν και παρτίδες με 5 βασίλισσες πάνω στην σκακιέρα! Κι αν αυτή του Αλιέχιν θεωρείται κατασκευασμένη, η παρακάτω είναι απολύτως αληθινή και πρόσφατη σχετικά,  παιγμένη το 1994 μεταξύ των Mackic και Maksimenko , για να δείτε ότι συμβαίνουν και στις μέρες μας …τέτοια πράγματα. 


Το 1882,  ο Mason έπαιζε με τα μαύρα εναντίον του McKenzie. Από την 72η κίνηση ως την 144η, αποφάσισε να δείξει την λατρεία του προς την βασίλισσα του, αγνοώντας τα υπόλοιπα κομμάτια του και παίζοντας μόνο με αυτήν. Αυτό είναι και το ρεκόρ για συνεχόμενες κινήσεις του ίδιου κομματιού σε παρτίδα.
Το 1969 ο Κeres, μαύρος εναντίον του Westerinen και με κομμάτι κάτω, αποφάσισε να δείξει στον Φιλανδό τι εστί διαρκές σαχ. Από την 38η μέχρι την 75η κίνηση ο Πολ έδεινε ανελέητα σαχ με ότι του είχε απομείνει, δηλαδή με τη βασίλισσα του. Έκανε ένα μικρό διάλλειμα στην 76η και κατόπιν εξακολούθησε το βιολί του μέχρι την 80η, όταν ο Westerinen, προφανώς απηυδισμένος, συμφώνησε την ισοπαλία. 



Κάποτε, ένας σκακιστής, κινδύνευε να χάσει την βασίλισσα του. Τελικά έχασε την παρτίδα, αλλά όχι και το χιούμορ του, καθώς δήλωσε αμέσως μετά: «Ευτυχώς πρόλαβα και έγινα ματ, αλλιώς θα έχανα τη βασίλισσα μου!»



Οι αρχόντισσες των 64 τετραγώνων θα είναι πάντα εκεί, διασχίζοντας σαν αστραπή τις κάθετες και τις διαγώνιους, απειλώντας τους πάντες και τα πάντα, κάνοντας ματ ή πέφτοντας ηρωικά, για να μας θυμίζουν ίσως πώς μια γυναίκα κρύβει μέσα της την σωτηρία αλλά και την καταστροφή ταυτόχρονα. Όμως όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, σημασία έχει να ευχαριστηθούμε το παιχνίδι.

Κι όπως έγραψε ο Μανώλης Αναγνωστάκης:

«Έλα να παίξουμε! Θα σου χαρίσω την βασίλισσα μου…»





Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Μαθητές Λυκείου Ανωγείων: "Οι δρόμοι μας καλούν!"

Ένα κείμενο-κάλεσμα εξέδωσαν οι μαθητές του Λυκείου Ανωγείων. Προτείνουν την κινητοποίηση των μαθητών της Κρήτης την Πέμπτη 23 και την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου, ενάντια σε όλα αυτά που ζούμε.
Το κείμενο τους, έχει ως εξής:



«Μεγαλύτερη αξία έχει το να γράφεις ,παρά να μαθαίνεις ιστορία.Κι εμείς έχουμε μπουχτίσει από το να μαθαίνουμε κάθε χρόνο για μια 25η Μαρτίου, μια 28η Οκτωβρίου, μια 17 Νοέμβρη. Μπορούμε όμως να αφήσουμε τα παιδία μας, ή ακόμα και τους ίδιους μας τους εαυτούς να συμβιβαστούν με ένα ένδοξο παρελθόν που δεν έχει πια συνέχεια; Γιατί εμείς να μην φτιάξουμε το δικό μας μέλλον, την δικιά μας ιστορία;  Σε μια εποχή που υποφέρει από τη λεγόμενη “οικονομική κρίση” , ας κάνουμε την αρχή…ας μην είναι όμως αυτή η αιτία, ας είναι η αφορμή… γιατί τα λεφτά ρε παιδιά…πάνε και έρχονται…ο πολιτισμός μας όμως, το ήθος και οι αξίες που έχουν πια χαθεί, αξίζουν την προσπάθεια μας για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας! Γιατί έχουμε κάθε δικαίωμα να ζήσουμε τα όνειρα μας όπως θέλουμε και μας αξίζει! Οφείλουμε όμως και εμείς να δραστηριοποιηθούμε ΤΩΡΑ, που το μέλλον μας ξεπουλιέται για να ικανοποιήσει τα συμφέροντα “ορισμένων”. Οφείλουμε να παλέψουμε για ένα καλύτερο αύριο!
Μας αποκαλούν συνεχώς “η γενιά του καναπέ”….του καναπέ αυτού, που εκείνοι μας έβαλαν να καθίσουμε για να κάνουν ανεμπόδιστοι τις “δουλειές” τους…
Αλλά ποιος δεν μπορεί να σηκωθεί από έναν καναπέ;;;
Σίγουρα αυτός που δεν θέλει, και αυτός που έχει βολευτεί…
Ως πότε όμως θα είναι βολεμένος;;;
Αν δεν το πήρατε είδηση, ο καναπές μας έχει πάρει φωτιά!!!
Εμείς…θα κάτσουμε να καούμε;;;;
Ζητούμε την συμμετοχή σας, στην απόφαση μας να απέχουμε συμβολικά από τα μαθήματα με την ειρηνική συγκέντρωση και πορεία που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε σε ολόκληρη την Κρήτη, το κάθε σχολείο από το κέντρο της πόλης του. Προτείνουμε τις μέρες Πέμπτη 23 και Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου.
Η συνέχεια, θα εξαρτηθεί από όλους εμάς!
Ας οργανωθεί λοιπόν το κάθε σχολείο  και ας μαζευτούμε όλοι μαζί να δώσουμε μια “γροθιά”  στο κατεστημένο.
Ας πούμε όχι στο μέλλον που διάλεξαν για μας!
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι είναι αναγκαίο, η κινητοποίηση να έχει μαζικό και συλλογικό χαρακτήρα , ενώ η υποστήριξη των καθηγητών, θεωρείται απαραίτητη!
Περιμένουμε σύντομα την απάντηση σας στο  e-mail μας 15anogeia@gmail.com , για να δούμε εάν υπάρχει συμμετοχή, ώστε να προχωρήσουμε στον αγώνα μας.
Παιδιά, ΔΕΝ  μας παίρνει να κοιτάμε άλλο…!!!
Έφτασε η ώρα να κλείσουμε την TV…!!!
Οι Δρόμοι μας καλούν!!!!!!
Οι μαθητές του Λυκείου Ανωγείων»

Ως Σκακιστικός Όμιλος Ανωγείων, θέλουμε να εκφράσουμε την συμπαράσταση μας στην προσπάθεια των παιδιών.

Προκύρηξη Σχολικών Δυτικής και Ανατολικής Κρήτης 2012

Προκήρυξη της ΕΣΣΚ για την Διοργάνωση των Σχολικών Δυτικής Κρήτης, που θα πραγματοποιηθεί στις 3-4 Μαρτίου 2012 στο ξενοδοχείο "Alexandra Beach", στην Αγία Μαρίνα Νομού Χανίων.
Διοργανωτές είναι η Σκακιστική Ακαδημία Χανίων και ο Δήμος Πλατανιά, σε συνεργασία με την Ένωση Σκακιστικών Σωματείων Κρήτης, τα Γραφεία Φυσικής Αγωγής και τις Δ/νσεις Α/θμιας και Β/θμιας Εκπ/σης των Νομών Χανίων και Ρεθύμνου.
Δηλώσεις συμμετοχής στον κ.Παπαδημητράκη Ιωάννη μέχρι την Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου.

Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της Ένωσης Σκακιστικών Σωματείων Κρήτης

Προκήρυξη της ΕΣΣΚ για την Διοργάνωση των Σχολικών Ανατολικής Κρήτης, που θα πραγματοποιηθεί στις 3-4 Μαρτίου 2012 στο κέντρο "ΝΙΔΑ", στα Λινοπεράματα Γαζίου.
Διοργανωτές είναι η Σκακιστική Ακαδημία Γαζίου, ο Δ.Ο.Π.Π.Α.Μ. και ο Δήμος Μαλεβιζίου, σε συνεργασία με την Ένωση Σκακιστικών Σωματείων Κρήτης, τα Γραφεία Φυσικής Αγωγής και τις Δ/νσεις Α/θμιας και Β/θμιας Εκπ/σης των Νομών Ηρακλείου και Λασιθίου.
Δηλώσεις συμμετοχής στον κ.Στεφανάτο Χαράλαμπο μέχρι την Παρασκευή 2 Μαρτίου.

Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της Ένωσης Σκακιστικών Σωματείων Κρήτης



Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Από τον Λουτσένα στη Σοβιετική σχολή (μέρος Δ')


ΥΠΕΡΜΟΝΤΕΡΝΑ ΣΧΟΛΗ

Άρον Νίμτσοβιτς
Οι ιδέες της στρατηγικής σχολής του Στάινιτς, με οδηγό σε θεωρητικό επίπεδο τον Ζίγκπερτ Τάρρας πλέον, επικράτησαν για τουλάχιστον μια εικοσαετία.
Όμως κυρίως κατά την δεκαετία του 1920, μια νέα θεωρητική προσέγγιση του παιχνιδιού έκανε την εμφάνιση της και άρχισε να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Κύριοι εκφραστές της υπήρξαν οι μετρ και θεωρητικοί του παιχνιδιού Ριχάρδος Ρέτι, Άρον Νίμτσοβιτς, Σαβιέλι Ταρτακόβερ και Γκίλα Μπρέγιερ.
Η νέα σχολή ονομάστηκε «Υπερμοντέρνα σχολή». Ο όρος μάλλον χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Ταρτακόβερ, όχι ακριβώς για να περιγράψει την νέα σχολή, αλλά το παιχνίδι των καινούριων μετρ. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ρέτι, στο κλασσικό βιβλίο του «Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι» (εκδόσεις Κέδρος), σε ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Υπερμοντέρνα τεχνοτροπία»:
«Με αυτή την ονομασία περιέγραψε ο διαπρεπής μετρ και συγγραφέας δρ Ταρτακόβερ τον τρόπο παιχνιδιού των νεότερων μετρ Αλιέχιν, Μπογκολιούμποβ και Μπρέγιερ. Αυτή η ονομασία δε σημαίνει άμετρο έπαινο κι ακόμα λιγότερο μομφή, διότι τελευταία και ο ίδιος ο Ταρτακόβερ προσέγγισε αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού».
Ριχάρδος Ρέτι
Το παιχνίδι λοιπόν κάποιων νέων μετρ, σε συνδυασμό με την έρευνα και την θεωρητική δουλειά κάποιων άλλων, οδήγησε σε ένα νέο τρόπο προσέγγισης του παιχνιδιού, πολύ διαφορετικό από τον μέχρι τότε κυρίαρχο, αυτόν της κλασικής (ή στρατηγικής σχολής).
Οι υπερμοντέρνοι δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Θα έλεγε κανείς ότι το ίδιο το παιχνίδι είχε την ανάγκη της εμφάνισης τους και προέκυψαν ως φυσιολογική εξέλιξη στην ιστορία της διαμόρφωσης του, παρ’ όλο που εκείνη τη στιγμή η κλασική σχολή έδειχνε κραταιά και δύσκολα θα φαντάζονταν κάποιος ότι θα μπορούσαν να ανατραπούν οι αρχές παιχνιδιού που είχε αναπτύξει.
Τα σημάδια όμως του τέλματος, είχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους από το 1921, όταν στο ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα μεταξύ του Λάσκερ και του Καπαμπλάνκα στην Αβάνα, δύο δηλαδή εκ των πιο επιφανών εκπροσώπων της κλασικής σχολής, όπου παρά την μέτρια απόδοση του Λάσκερ (ο οποίος ήταν επηρεασμένος μάλλον και από κλιματολογικούς παράγοντες) σημειώθηκαν 10 ισοπαλίες σε 14 παρτίδες. Το γεγονός θορύβησε τόσο τον νέο, όσο και τον απερχόμενο παγκόσμιο πρωταθλητή σε τέτοιο βαθμό ώστε δήλωσαν, ο μεν Λάσκερ ότι «Το σκάκι ως παιχνίδι πλησιάζει την τελειοποίηση του. Τα στοιχεία του παίγνιου και της αβεβαιότητας εξαφανίζονται. Στην εποχή μας, πάρα πολλά πράγματα μας είναι ήδη γνωστά, δεν υπάρχει επομένως ανάγκη να μαντέψουμε, όπως κάναμε οι παλαιότεροι στα νιάτα μας. Όσο κι αν είναι τούτο λυπηρό, η γνώση συνεπάγεται τον θάνατο… Τώρα όλοι οι παίχτες γνωρίζουν τις καλύτερες κινήσεις στο γκαμπί της βασίλισσας ή στην Ισπανική, όπου και νιώθουν πια σαν στο σπίτι τους. Η γοητεία του αγνώστου έχει χαθεί», ο δε Καπαμπλάνκα «Σε 10-15 χρόνια οποιοσδήποτε καλός παίχτης θα μπορεί να πετύχει ισοπαλία σε οποιαδήποτε παρτίδα».
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κασπάροβ: «Οι δυο τους ήταν οι εστεμμένοι του σκακιού, τότε που στο 1.ε4 απαντούσαν 1…ε5, ενώ έπειτα από 1.δ4 έπαιζαν αποκλειστικά 1…δ5, περιορίζοντας της επιλογές τους στο αποδεκτό ή μη αποδεκτό γκαμπί της βασίλισσας. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, οι δύο πρωταθλητές διέκριναν ότι η περιοχή του παιχνιδιού ήταν πολύ ευρύτερη και το σκάκι ήταν ακόμα μακράν από το να έχει εξαντλήσει όλες της δυνατότητες του».
Όσο κι αν δεν επαληθεύτηκαν, οι ανησυχίες του Λάσκερ και του Καπαμπλάνκα δεν ήταν τελείως αβάσιμες, αν ειδωθούν μέσα στο στενό πλαίσιο της εποχής που διατυπώθηκαν. Πράγματι , εκείνη την περίοδο, η κλασική σχολή είχε δώσει ότι είχε να δώσει και είχε μετατραπεί από επαναστατική δύναμη, από φορέας σαρωτικών αλλαγών, σε καθεστώς. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να έρθει ξανά το καινούριο. Να σχηματισθεί μια νέα σύνθεση.
Απ’ αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ίδιο το σκάκι ανέμενε τους υπερμοντέρνους, οι οποίοι δεν εμφανίζονται απλώς σε μια εποχή που το παιχνίδι έχει ανάγκη τις νέες ιδέες, αλλά σε μια εποχή που γενικότερα οι ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως αυτές που ανήκουν στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού περνούν μια μεγάλη φάση αλλαγών και ανανέωσης. Η ανθρωπότητα μόλις έβγαινε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και υπήρχε μια αίσθηση ότι τα πράγματα θα κινηθούν προς το καλύτερο, ένας αέρας αισιοδοξίας και επαναστατικότητας (ήδη οι μπολσεβίκοι έχουν ανατρέψει τον τσάρο), τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστούν τα καινούρια μαύρα σύννεφα, αρχικά με το κραχ του 1929 και ακολούθως με την επικράτηση του ναζισμού στην Γερμανία.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τα πράγματα στις τέχνες είναι «επαναστατικά». Στην λογοτεχνία, μην ξεχνάμε ότι ο Αντρέ Μπρετόν εκδίδει το «μανιφέστο του σουρεαλισμού» στα 1924.
Την ίδια δεκαετία, στο χώρο της μουσικής, η τζαζ κάνει την δική της επανάσταση. Ο πρώτος τζαζ δίσκος ηχογραφείται το 1917, ενώ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20, η συγκεκριμένη μουσική εξαπλώνεται και αποκτάει μεγάλη αναγνωσιμότητα. Αυτά ακριβώς τα χρόνια, ξεκινάει και η πορεία του Λούις Άρμστρονγκ ως μέλος της μπάντας του Κίνγκ Όλιβερ.
Στην αρχιτεκτονική επίσης, είναι τα ίδια εκείνα χρόνια που εμφανίζονται οι πρώτοι πειραματισμοί με ασύμμετρες κατασκευές.
Και είναι η ασυμμετρία ακριβώς, που θα προωθηθεί από την υπερμοντέρνα σκακιστική σχολή, όχι σαν αυτοσκοπός φυσικά, (οι υπερμοντέρνοι δεν αρνήθηκαν με κάθε κόστος την συμμετρία) αλλά ως νέος τρόπος προσέγγισης του παιχνιδιού. Μα, μήπως και ο υπερρεαλισμός που αναφέραμε πρωτύτερα, δεν έσπασε την συμμετρία του ομοιοκατάληκτου στίχου;
Μήπως και η ίδια η τζαζ, δεν είναι μια θραύση συμμετρίας για την μουσική ή τουλάχιστον γι’ αυτό που ήταν μέχρι τότε αυτό που ονομάζουμε τραγούδι;

Το κατά πόσο όλα αυτά βέβαια σχετίζονται μεταξύ τους, είναι μια δύσκολη να αποδειχθεί υπόθεση. Νομίζω όμως ότι δεν παύει να δείχνει μια γενικότερη τάση της εποχής.
Ο Άρον Νίμτσοβιτς ήταν αυτός κυρίως που με το θεωρητικό του έργο έβαλε τις βάσεις της νέας προσέγγισης του παιχνιδιού από τους υπερμοντέρνους. Με το βασικό του έργο, το “My system” (το οποίο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα σκακιστικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ, σημείο αναφοράς για την συντριπτική πλειοψηφία των ισχυρών σκακιστών μετά απ’ αυτό) καθώς και άλλα θεωρητικά κείμενα, ο Νίμτσοβιτς εισήγαγε ή επαναδιαπραγματεύθηκε έννοιες όπως το ελαστικό κέντρο, η αδυναμία των τετραγώνων ενός χρώματος, ο περιορισμός της κινητικότητας, η προφυλακή και το μπλοκάρισμα. Σημαντικό νέο στοιχείο που εισήγαγαν οι υπερμοντέρνοι ήταν ο έλεγχος του κέντρου όχι άμεσα με πιόνια, αλλά από μακριά με κομμάτια, κάτι που αποτυπώθηκε και στα ανοίγματα που χρησιμοποίησαν, άλλα εξελίσσοντας τα και άλλα δημιουργώντας τα, όπως η Νιμζοινδική άμυνα ή η Καταλανική παρτίδα. Το κέντρο και ο τρόπος ελέγχου του ήταν το σημείο που στόχευσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η ευελιξία των κομματιών και ο έλεγχος του κέντρου από μακριά δια της δράσης κομματιών, καθώς και το μπλοκάρισμα, ήταν οι βασικές νέες αρχές που έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχές της κλασικής σχολής. Μεταξύ του Νίμτσοβιτς και του Τάρρας άναψε μια θεωρητική διαμάχη, με τον Γερμανό δόκτωρα να αναφέρεται στον Λετονό ως «αυτός που του αρέσουν οι άσχημες κινήσεις στο άνοιγμα» και τον Νίμτσοβιτς να γράφει άρθρα με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «Άραγε το σύγχρονο σκάκι του δόκτορα Τάρρας ανταποκρίνεται στη σύγχρονη κατανόηση του παιχνιδιού;»
Το 1923 ο Νίμτσοβιτς συναντήθηκε με τον Ζέμις σε μια παρτίδα που έχει μείνει στην σκακιστική ιστορία ως η «αθάνατη παρτίδα του τσούγκσβανγκ». Παίχθηκε μια Ινδική της βασίλισσας, ένα άνοιγμα που ταίριαζε με τις ιδέες των υπερμοντέρνων. Σχολιάζοντας αργότερα την παρτίδα ο Νίμτσοβιτς, έγραψε τα παρακάτω (τα οποία συμπυκνώνουν ένα μέρος της θεώρησης των υπερμοντέρνων): «Η παρτίδα που ονομάστηκε στην Δανία η «αθάνατη παρτίδα του τσουγκσβανγκ» είναι τόσο χαρακτηριστική για την εποχή μας, όσο και η «αθάνατη παρτίδα της θυσίας» στην εποχή του Άντερσεν. Τώρα κάνουμε θυσίες χάριν της προφύλαξης, είτε για να μπλοκάρουμε είτε για να περιορίσουμε τη δυναμική ενέργεια του αντίπαλου στρατού, αλλά όχι χάριν μιας άγριας επιθετικής ενέργειας. Η τραχύτητα είναι πια ξεπερασμένη».


Ζίγκμπερτ Τάρρας
Η θεωρητική διαμάχη των υπερμοντέρνων με τον Τάρρας δεν έπαψε να υπάρχει. Ο δόκτορας έμεινε για πάντα πιστός στις κλασικές ιδέες, πολεμώντας τους πειραματισμούς και τους μοντερνισμούς της νέας σχολής, παρ’ ότι, κατ ‘ουσία, οι νέες ιδέες δεν ανέτρεπαν το ως τότε οικοδόμημα, αλλά το ανέπτυσσαν περαιτέρω, εξελίσσοντας ουσιαστικά τις θεωρίες του Στάινιτς και εμβολιάζοντας τες με το απαραίτητο νέο αίμα, ώστε να δοθεί μια νέα ώθηση στο ίδιο το παιχνίδι.
Πολύ καλύτερα από τον Τάρρας, αντιλήφθηκε την κατάσταση ο Εμμάνουελ Λάσκερ: «Η νέα σχολή θα ενώσει και θα συνθέσει αυτό που πρέσβευε ο καθένας από τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές, ο Στάινιτς και ο Τσιγκόριν».
Στο προσκήνιο έρχονται νέα ανοίγματα (παρ’ ότι, απ’ τα «παλιά» το γκαμπί της βασίλισσας ελάχιστα χάνει σε δημοτικότητα). Οι ινδικές άμυνες (της βασίλισσας, του Νίμτσοβιτς, η Γκρίνφελντ), τα πλευρικά ανοίγματα, το άνοιγμα Ρέτι, η άμυνα Νίμτσοβιτς, η Καταλανική, αλλά και η Σικελική δειλά δειλά, αρχίζουν να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία.  Το φιανκέτο υποστηρίζεται ένθερμα από τους υπερμοντέρνους. Η ασυμμετρία από νωρίς στο άνοιγμα κερδίζει έδαφος. Ο πειραματισμός όχι απλός είναι αποδεκτός, αλλά καμιά φορά φτάνει και στα άκρα. «Αν ένα άνοιγμα θεωρείται υποδεέστερο, παίξε το άφοβα!», έλεγε ο Ταρτακόβερ σε έναν από τους διάσημους «ταρτακοβερισμούς» του. Ο ίδιος δε, αρέσκονταν να παίζει 1.β4, το άνοιγμα του ουραγκοτάγκου όπως το είχε ονομάσει, εμπνευσμένος από ένα τέτοιο ζώο στο ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης, όταν σε μια κενή μέρα του τουρνουά του 1924, τον επισκέφθηκε και πλησίασε έναν ουραγκουτάγκο, ρωτώντας τον «τι να παίξω αύριο;». Το ζώο έκανε έναν μορφασμό κι ο Ταρτακόβερ ισχυρίζονταν πως του υπέδειξε σαφώς να παίξει «1.β4». «Κάθε τουρνουά ζωντανεύει όταν συμμετέχει ο Ταρτακόβερ», έλεγε ο Χανς Κμοχ. «Το συναρπαστικό σε αυτό τον άνθρωπο είναι ο χαρακτήρας του».
Παρά το βραχύβιο του πράγματος, η κληρονομιά των «υπερμοντέρνων» είναι σπουδαία. Έδωσαν την απαραίτητη ώθηση στο παιχνίδι σε μια εποχή που είχε αρχίσει να τελματώνει, εισήγαγαν νέες έννοιες, επανεξέτασαν παλιές, παρουσίασαν νέες οπτικές θέασης του παιχνιδιού, έφεραν έναν νέο «ζωντανό» αέρα στα σκακιστικά πράγματα, πλούτισαν την θεωρία των ανοιγμάτων, αλλά και του μέσου, επεξεργάστηκαν ζητήματα στρατηγικής που δεν είχαν ως τότε γίνει αντιληπτά, ή είχαν αναπτυχθεί πλημμελώς, κατέδειξαν με τον πιο μεστό τρόπο την σχετικότητα των κανόνων και άνοιξαν τον δρόμο, έχοντας ήδη ετοιμάσει ένα νέο θεωρητικό χαλί, στην σοβιετική σχολή, η οποία ενσωματώνοντας όλες τις προϋπάρχουσες παραδόσεις, δεν είχε παρά να κάνει ένα ποιοτικό άλμα, στοχεύοντας κυρίως στις εξαιρέσεις.

ΜΕΡΙΚΟΙ "ΤΑΡΤΑΚΟΒΕΡΙΣΜΟΙ"

Σαβιέλι Ταρτακόβερ
"Τα λάθη είναι πάνω στη σκακιέρα και σε περιμένουν να τα κάνεις"

«Γνωρίζω πολλούς που κέρδισαν χαμένες θέσεις. Δεν γνωρίζω όμως κανέναν να κέρδισε την παρτίδα στην οποία εγκατέλειψε».

«Μια παρτίδα σκάκι χωρίζεται σε τρία μέρη: Στο πρώτο, όταν ελπίζεις ότι έχεις το πλεονέκτημα. Στο δεύτερο, όταν πιστεύεις ότι έχεις το πλεονέκτημα και στο τρίτο, όταν πια ξέρεις ότι θα χάσεις!».

Αν το σκάκι είναι τέχνη, ο Αλιέχιν. Αν το σκάκι είναι επιστήμη, ο Καπαμπλάνκα. Αν το σκάκι είναι αγώνας, ο Λάσκερ». (σε ερώτηση για το ποιόν θεωρεί τον μεγαλύτερο παγκόσμιο πρωταθλητή)

"Νικητής της παρτίδας είναι αυτός που κάνει το προτελευταίο λάθος"

"Τακτική είναι να ξέρεις τι να κάνεις εκεί που υπάρχει κάτι να κάνεις. Στρατηγική είναι να ξέρεις τι να κάνεις εκεί που δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις"

"Chess is a fairy tale of 1001 blunders."






(συνεχίζεται)