Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Uncrowned King: Ακίμπα Ρουμπινστάιν


ΑΚΙΜΠΑ ΡΟΥΜΠΙΝΣΤΑΪΝ

Δυο βραδιές στο Λοτζ

Στα 1901, το Λοτζ ήταν κάτι σαν σκακιστική πρωτεύουσα της Πολωνίας. Εκεί ζούσε ο ισχυρότερος παίχτης και πρωταθλητής της χώρας. Ο Σάλβε.
Στο καφενείο «Το Σκάκι», που ήταν ουσιαστικά η σκακιστική λέσχη της πόλης, ο Σάλβε παρέδιδε μαθήματα της τέχνης του, ενώ σκακιστές όλων των επιπέδων δημιουργούσαν κάθε μέρα ένα σκακιστικό πανηγύρι.
Ένα βράδι εκείνης της χρονιάς, η πόρτα του καφενείου άνοιξε και εμφανίστηκε στην είσοδο η μορφή ενός άγνωστου νέου. Οι θαμώνες τον καλωσόρισαν, κι άρχισαν τις ερωτήσεις. Ο νέος ήταν παθολογικά ντροπαλός. Κόμπιαζε καθώς μιλούσε. Οι συλλαβές έβγαιναν μια μια από το στόμα του, ενώ μεσολαβούσαν ήχοι – σχεδόν σαν λυγμοί. Τελικά κατάφερε να τους πει ότι έμαθε σκάκι πριν τρία χρόνια, στα 16 του. Μαγεύτηκε από το παιχνίδι και τον έφερε ως εδώ η επιθυμία του να γνωρίσει αυτό το σκακιστικό στέκι και βέβαια τον Σάλβε. Του πρότειναν να καθίσει.
Ο νεαρός έβλεπε με δέος και τρόμο τον Σάλβε να μετακινεί τα κομμάτια πάνω στη σκακιέρα. Ούτε που θα τολμούσε να καθίσει απέναντι του. Εκείνη τη μέρα δεν έπαιξε με κανέναν. Το επόμενο βράδι ήταν πάλι εκεί. Και το μεθεπόμενο. Τελικά, βρήκε το κουράγιο να παρακαλέσει έναν από τους πιο αδύναμους παίχτες να παίξει μαζί του.
«Μόνο μια χάρη» ψέλλισε συνεσταλμένα «…αν γίνεται, να παίξετε χωρίς τον έναν πύργο σας, γιατί…»
«Εντάξει, κανένα πρόβλημα», του απάντησε ο άλλος και κάθισαν στο τραπέζι. Ο νεαρός έχασε. Για αρκετές βδομάδες ήταν κάθε βράδι στο καφενείο, έψαχνε αδύναμους παίχτες, τους ζητούσε να παίξουν με υλικό λιγότερο και έχανε.
Μετά από μερικές βδομάδες, εξαφανίστηκε από το καφενείο.
Έλλειψε για αρκετό καιρό. Κάποιους μήνες.
Αμφιβάλλω αν κανείς στο καφενείο αισθάνθηκε την απουσία του.
Μια βραδιά, η πόρτα του καφενείου άνοιξε και πάλι και το ίδιο απρόσμενα, όπως και την πρώτη φορά, εμφανίστηκε ο ίδιος νέος.
Τώρα έδειχνε λίγο πιο σταθερός στις κινήσεις και την ομιλία του. Λίγα λεπτά αφότου μπήκε, ο Σάλβε τέλειωσε την παρτίδα που έπαιζε.
Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο νέος τράβηξε την καρέκλα του ως το τραπέζι του πρωταθλητή και του ζήτησε να παίξουν.
Μια βουή από κουβέντες και σχόλια που αναμείχθηκαν πλημμύρισε το καφενείο.
«Αυτός δεν είναι ο μαζέτας που τον κερδίζουν όλοι, ακόμα και χωρίς τους πύργους τους;»
«Ναι αυτός είναι. Και τι κάνει τώρα… ζητά απ’ τον Σάλβε να παίξουν;»
«Θα γελάσουμε με την ψυχή μας απόψε…»
Πράγματι, στο τέλος τις παρτίδας τα στόματα στο καφενείο ήταν ορθάνοιχτα, αλλά ήχος γέλιου στην αίθουσα δεν ακουγόταν.
Ο παράξενος και ντροπαλός νεαρός, ο Ακίμπα Ρουμπινστάιν, είχε νικήσει τον Σάλβε!

Ο ραβίνος της …Κάισσας
Ο Ακίμπα γεννήθηκε το 1882 στην πόλη Σταβίσκι της Πολωνίας. Ήταν το 12ο παιδί της φτωχής οικογένειας ενός δασκάλου. Οι γονείς του τον προόριζαν για ραβίνο. Πράγματι ο Ακίμπα έγινε σπουδαστής του Ταλμούδ. Τα πράγματα όμως στην ζωή, συχνά συμβαίνουν διαφορετικά από τον αρχικό προγραμματισμό τους. Βλέπετε, μια άλλη … «θεότητα» είχε επιλέξει για δικό της ασκητή τον Ακίμπα. Και η «θεότητα» τούτη, ξέρει τον τρόπο να μαγεύει τους πιστούς τους.
Η Κάισσα «εμφανίστηκε» στον Ακίμπα όταν ήταν 16 ετών. Το πάθος του νεαρού με τα ασπρόμαυρα τετράγωνα μπορεί να περιγραφεί μόνο με μία λέξη: Έρωτας.
Τρία χρόνια μετά,  ο έρωτας είχε φουντώσει τόσο, που ο ντροπαλός και συνεσταλμένος Ακίμπα, βρήκε τη δύναμη να σπάσει τα δεσμά του και να τον ακολουθήσει. Εγκατέλειψε την πόλη του και το ταλμούδ και εγκαταστάθηκε στο Λοτζ για να υπηρετήσει το σκάκι. Γι’ αυτόν πλέον, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Τους μήνες που μεσολάβησαν από την πρώτη ως τη δεύτερη επίσκεψη του στο καφενείο, είχε απομονωθεί και μελετούσε μόνος του.

Ο Ακίμπα δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε σκακιστική ιδιοφυία και το γνώριζε και ο ίδιος. Δεν ήταν ας πούμε Φίσερ, Ταλ, Κασπάροβ, Αλιέχιν, Λάσκερ, Καπαμπλάνκα. Παρεμπιπτόντως ο τεράστιος Κουβανός είχε πει κάποτε: «Με μια ματιά σε μια θέση, ξέρω τα πάντα. Τι έχει ήδη συμβεί. Τι πρόκειται να συμβεί. Εσείς χρειάζεται να το υπολογίσετε. Εγώ το ξέρω». Όσο και αν φαίνεται αλαζονικό, προσεγγίζει πραγματικά την ικανότητα του Καπαμπλάνκα, αλλά και των άλλων σκακιστών που ανέφερα, και αρκετών ακόμα. Όλων αυτών δηλαδή που θα τους χαρακτηρίζαμε σκακιστικές ιδιοφυίες (αν και ο Φίσερ δεν θα το δεχόταν αυτό, καθώς έλεγε ότι: «Ο Κασπάροβ, ναι, είναι πράγματι σκακιστική ιδιοφυία. Εγώ όμως δεν είμαι. Είμαι ιδιοφυία σκέτο. Με ότι και αν είχα ασχοληθεί το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Έτυχε να επιλέξω το σκάκι» Τι να κάνουμε, οι περισσότεροι παγκόσμιοι πρωταθλητές δεν είχαν σχέση με την μετριοφροσύνη. Ίσως γι’ αυτό και να έγιναν τέτοιοι).
Ο Ρούμπινσταϊν λοιπόν, δεν ήταν έμφυτο ταλέντο. Δεν είχε φυσική κλίση προς το σκάκι. Δεν ήταν όλα απλά γι’ αυτόν, σαν κάτι να ανάβλυζε από μέσα του, σαν μια προέκταση του εαυτού του, κάτι τέλοσπάντων που να του συνέβαινε φυσικά. Όχι, ήταν ένας ακούραστος εργάτης της τέχνης του. Ένας πιστός δίχως όρια. Ένας άνθρωπος που έπρεπε να μοχθήσει για να φτάσει εκεί που τα ταλέντα έφταναν (όχι χωρίς κόπο βέβαια) με πιο απλό τρόπο.
Ο Ριχάρδος Ρέτι, στο κλασικό πια βιβλίο του, «Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι» (εκδόσεις Κέδρος) περιγράφει πολύ καλύτερα από μένα αυτό το γεγονός, οπότε ας του δώσω το λόγο:
«Στον Ρούμπινσταϊν δεν βλέπουμε ένα έμφυτο ταλέντο που αποκαλύπτεται χωρίς προσπάθεια από τη μεριά του κατόχου του, αλλά έναν πνευματικό αγωνιστή, που με μοναδική και βαθιά αφοσίωση στο έργο του, δαμάζει τις δυσκολίες που του παρουσιάζονται. Ο Ακίμπα είναι ο τύπος του άνδρα που ζει μόνο για το έργο που ο ίδιος έχει επιβάλει στον εαυτό του, ένας πραγματικός ασκητής…».
Αυτό το γεγονός «έβγαινε» στο στυλ του παιχνιδιού του Ακίμπα.
Το παιχνίδι του χαρακτηρίζεται από απλότητα και καθαρότητα. Τίποτε δεν είναι περιττό στον Ρούμπινσταϊν. Τα πάντα αναπτύσσονται με έναν τρόπο φυσικό. Απλό και θαυμαστό ταυτόχρονα. Οι «κατασκευές» του δεν έχουν τίποτα το εξεζητημένο. Τους αρκεί η απλότητα της τελειότητας τους. Λιτή, απέριττη αρχιτεκτονική. Γλυπτική, πες, καλύτερα.
Ο Ακίμπα προσέφερε πάρα πολλά στην θεωρία του σκακιού. Χωρίς να γράφει θεωρητικά άρθρα. Μόνο με το παιχνίδι του. Δεν «μίλαγε», δεν έγραφε γι’ αυτό. Ίσως από φόβο ότι τα λόγια και τις λέξεις δεν μπορούσε να τις χειριστεί με τον ίδιο τρόπο όπως τα κομμάτια. Θα χάλαγαν την μαγεία της τέχνης του. Αυτός ήταν ένας καλλιτέχνης σκακιστής. Τίποτα άλλο. Τι σημασία έχουν τα λόγια; Όπως ένας απλός, ταπεινός τεχνίτης, συνειδητός υπηρέτης της τέχνης του, δούλευε τα δημιουργήματα του και σιωπούσε γι’ αυτά. Ήξερε ότι είχε κάνει ήδη το χρέος του στην Κάισσα, ήξερε ότι είχε «ιερουργήσει» πάνω στην σκακιέρα. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Θα ήταν περιττό. Και κάθε περιττό στοιχείο είχε εξοστρακιστεί από την τέχνη του Ακίμπα.
Εκτός από τις καινοτομίες του στα ανοίγματα, ήταν ο πρώτος που έδειξε πως πρέπει να χειριζόμαστε τις κλειστές θέσεις. Ο Ρούμπινσταϊν, στις κλειστές θέσεις, τοποθετούσε τα κομμάτια του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κατάλληλα τοποθετημένα, όχι εκείνη τη στιγμή, αλλά τη στιγμή που θα άνοιγε η θέση. Κάτι τέτοιο, είναι τώρα δεδομένο για κάθε σκακιστή. Τότε ήταν απλώς αδιανόητο. Ήταν επίσης ο πρώτος που συνέδεσε τον τύπο των ανοιγμάτων που χρησιμοποιούσε με τα είδη των φινάλε που προκύπτουν. Σήμερα κάτι τέτοιο είναι επίσης δεδομένο. Τότε δεν ήταν. Το πλέον εντυπωσιακό όμως στον Ρούμπινσταϊν ήταν η άφθαστη τεχνική στα φινάλε.

Συχνά ο Ακίμπα κατηγορήθηκε ότι έπαιζε μόνο συγκεκριμένα ανοίγματα και κυρίως γκαμπί της βασίλισσας.
Ο Ριχάρδος Ρέτι έχει την απάντηση και εδώ: «Ο Ακίμπα δεν είναι ένας άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Δεν είναι ένας βιρτουόζος, αλλά μάλλον ένας ιερέας της τέχνης του. Δεν μπορεί να διδάσκει την μια στιγμή την μια θρησκεία και την άλλη στιγμή μιαν άλλη. Δεν μπορεί ο Ρούμπινσταϊν για να ευχαριστήσει το κοινό ή για να δείξει ότι έχει μεγάλο ρεπερτόριο, να παίξει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που του υπαγορεύει η πεποίθηση του».
Το γκαμπί της βασίλισσας δεν ήταν απλώς ο σκακιστικός βίος του Ακίμπα. Ήταν ο βίος του.

Η πορεία του στον διεθνή σκακιστικό στίβο
Ο Ακίμπα δίνει σιμουλτανέ
Μετά την νίκη του στην παρτίδα επί του Σάλβε, διοργανώθηκε ένα ματς μεταξύ τους, το οποίο έληξε ισόπαλο. Ακολούθησε άλλο ένα, στο οποίο ο Ρούμπινσταϊν νίκησε. Αν δεν ήταν ήδη ο κορυφαίος παίχτης στην Πολωνία, τότε τουλάχιστον ήταν ισάξιος του Σάλβε.
Έτσι ξεκίνησε η διεθνής καριέρα του. Πολλές και μεγάλες επιτυχίες σημειώθηκαν μέχρι το 1912. Εκείνη όμως η χρονιά ήταν ανεπανάληπτη. Πήρε μέρος σε 5 πανίσχυρα διεθνή τουρνουά και τα κέρδισε όλα! Το 1912 ονομάστηκε «έτος Ρούμπινστάιν». Όλος ο κόσμος περίμενε τώρα να προκαλέσει τον Εμμάνουελ Λάσκερ σε ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Παρά την έμφυτη ντροπαλοσύνη του και τον κλειστό γενικά χαρακτήρα του, ο Ακίμπα το έκανε. Ο Λάσκερ δέχθηκε και έτσι το ματς ορίστηκε για το φθινόπωρο του 1914.
Δυστυχώς όμως ο «μεγάλος Ακίμπα» (έτσι τον χαρακτηρίζει ο Κασπάροβ στον πρώτο τόμο του εξαιρετικού έργου του «Οι μεγάλοι προκάτοχοι μου») έπεσε θύμα ενός «συνδυασμού» και έγινε ματ, πριν καθίσει στην σκακιέρα απέναντι στον Λάσκερ.
Καταρχήν, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα (κάτι για το οποίο προϊδέαζε ο χαρακτήρας του και η γενικότερη στάση του) έκαναν την εμφάνιση τους (αργότερα εξελίχθηκαν σε διανοητική ασθένεια). Δεν εμφανίστηκαν όμως μόνον αυτά. Έκανε την εμφάνιση του και ο Καπαμπλάνκα, η σκακιστική ιδιοφυία από την Κούβα, που πρόβαλε ως νέος διεκδικητής. Προσθέστε και τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και θα δείτε γιατί το ματς αυτό δεν έγινε τελικά ποτέ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κανένα άλλο ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα, μέχρι το 1921, όταν τελικά ο «Κάπα» εκθρόνισε τον Λάσκερ μετά από 27 χρόνια.
Ο Ακίμπα δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά βρήκε το σθένος να προκαλέσει τον νέο παγκόσμιο πρωταθλητή.
Ο Καπαμπλάνκα δέχθηκε και έτσι φάνηκε ότι επιτέλους ο Ακίμπα θα έπαιζε ένα ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Όμως δυστυχώς, ούτε αυτή τη φορά το ματς έγινε. Ο Ακίμπα δεν βρήκε χρηματοδότες για το παιχνίδι. (Ο Λάσκερ μετά από αγώνες χρόνων είχε καταφέρει να φέρει κάπως τον επαγγελματισμό στο σκάκι, τουλάχιστον στο κορυφαίο επίπεδο. Για τους παγκόσμιους πρωταθλητές πια προβλεπόταν αμοιβή. Βέβαια δεν αναλάμβανε καμιά ομοσπονδία κάτι τέτοιο ακόμα, αλλά έπρεπε ο κάθε παίχτης να βρει χορηγούς.)
Κανένας, φαίνεται, δεν πίστευε πια στον Ακίμπα. Σε όλους φαινόταν κουτσό άλογο. Κρίμα, γιατί παρ’ ότι η ασθένεια του χειροτέρεψε και υπονόμευε συνεχώς την αυτοπεποίθηση του, ο Ακίμπα κατάφερε μέχρι το 1932 που εγκατέλειψε το αγωνιστικό σκάκι, να είναι μέσα στους κορυφαίους.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, ως το θάνατο του το 1961, τα πέρασε στο Βέλγιο, με την οικογένεια του.

Αυτός ο τεράστιος παίχτης, δεν έπαιξε καν τελικό. Έμεινε στην ιστορία ως ο uncrowned king, ο βασιλιάς δίχως στέμμα. Δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία. Ο Ακίμπα υπηρέτησε ευλαβικά την τέχνη την οποία διάλεξε (ή τον διάλεξε). Με ή χωρίς παγκόσμιο τίτλο, δεν έχει καμία διαφορά. Εξάλλου τα μεγάλα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, δεν βαθμολογούνται.
Πέρα από όλα αυτά, ο Ρουμπινσταϊν νίκησε τον χρόνο. Είναι μέχρι σήμερα επίκαιρος. Όλοι οι μεγάλοι μετρ τον υμνούν. Οι παρτίδες του, παραμένουν οδηγός.
  


Η ΠΑΡΤΙΔΑ
Η επόμενη παρτίδα, παίχθηκε το 1907 στο Λοτζ μεταξύ του Ρότλεβι και του Ακίμπα. Ο Ρούμπινστάιν χρησιμοποίησε την άμυνα Τάρρας στο μη αποδεκτό γκαμπί της Βασίλισσας. Χαρακτηρίζεται από όλους ως η αθάνατη του, αν και ο Ακίμπα δεν έπαιξε πολλές «θνητές» παρτίδες. Οι περισσότερες αθάνατες θα μείνουν.

Ρότλεβι - Ρουμπινστάιν 0-1






Το παραπάνω κείμενο το δημοσίευσα πρώτη φορά πριν από περίπου ένα χρόνο, στο rocking.gr ως ένα μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο Ακίμπα.

4 σχόλια:

  1. Γιώργος Ριζόπουλος26 Ιανουαρίου, 2012 11:04

    Πολύ ωραίο το μπλογκάκι σας! Σιδεροκέφαλοι σε ό,τι κάνετε!
    Πολύ ωραία και η ανάρτηση για το μεγάλο(και τραγικό) Ρουμπινστάιν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε κ.Ριζόπουλε. Να είστε καλά!
    Θα τα λέμε στο skakistiko, ε, καμιά φορά να περνάτε κι από δω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γιώργος Ριζόπουλος26 Ιανουαρίου, 2012 11:17

    Θα διαφωνήσω μόνο ελαφρά (όχι τίποτε σπουδαίο, έτσι για να πυροδοτηθεί ίσως συζήτηση :-) ) με το ότι «..ήταν ο πρώτος που έδειξε πως πρέπει να χειριζόμαστε τις κλειστές θέσεις.».
    Θεωρώ ότι ο πρώτος (από τους μοντέρνους γνωστούς παίκτες) που δικαιούται αυτό το –ας το πούμε- παράσημο, είναι ο Στάινιτς.
    YΓ. Άσε τα "κύριε", αγαπητέ ρότεν! Επιτέλους, δεν ειμαι και τοσο γέρος πια!:-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έχεις δίκιο αγαπητέ Γιώργη (το αφήνω το κύριε, το οποίο σίγουρα δεν έχει να κάνει με την ηλικία σου), ο Στάινιτς ήταν ο πρώτος που μίλησε για τον χειρισμό των κλειστών θέσεων, απλά θεωρώ ότι αυτό έγινε απόλυτα καθαρό στην πρακτική του Ρουμπινστάιν. Πάντως έτσι όπως είναι διατυπωμένο στο κείμενο, έχεις δίκιο. Έπρεπε να γίνει μια αναφορά στον Στάινιτς και χαίρομαι που το διόρθωσες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή