ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΜΠΑΝΙΑ ΛΟΥΚΑ
Πρέπει να ήταν το 1989.
Σίγουρα λίγο πριν απ’ το «ματς της Λυών», (στην Νέα Υόρκη παίχθηκαν βέβαια οι
πρώτες δώδεκα παρτίδες αυτού του τελικού, αλλά την Λυών μνημονεύουμε συνήθως, η
οποία φιλοξένησε τις 12 τελευταίες οι οποίες έκριναν και τον τίτλο το 1990).
Εγώ ήμουν τότε ένας
13χρονος πιτσιρικάς και «φανατικός» Καρποφικός.
Είχα λοιπόν την ελπίδα ότι
αυτή τη φορά θα έδινε ένα γερό μάθημα σ’ αυτόν …τον Κασπάροβ και θα επέστρεφε
στην κορυφή του σκακιστικό κόσμου.
Σκέφτομαι τώρα ότι την
εποχή εκείνη περιμέναμε να μάθουμε από τις εφημερίδες τις επόμενες μέρες τι
έγινε στην κάθε παρτίδα, ενώ σήμερα βλέπουμε «ζωντανά» όχι μόνο τις κινήσεις,
αλλά και τους ίδιους τους παίχτες την στιγμή που παίζουν. Την αγωνία τους, τους
μορφασμούς τους, τον τρόπο που αντιδρούν και συμπεριφέροντε την κρίσιμη ώρα της
μάχης. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έχουμε και άμεση εκτίμηση της θέσης (ναι, αυτά τα
0.30 ή –0.75 που όσο αντιαισθητικά κι αν είναι, έχω συλλάβει τον εαυτό μου
πολλές φορές να τα αναζητά όταν παρακολουθώ μια ενδιαφέρουσα παρτίδα). Τότε,
καλά καλά δεν θυμάμαι αν είχα δει σε φωτογραφία μια ή δύο φορές καθέναν από
τους δύο μονομάχους.
Κάποιες μέρες πριν αρχίσουν
οι παρτίδες (ή μπορεί και να παίζονταν ήδη οι παρτίδες της Νέας Υόρκης, δεν
είμαι σίγουρος), στο σχολείο μας είχε προγραμματιστεί μια «έκθεση βιβλίου».
Αδειάσανε δύο αίθουσες, αφήσανε μόνο τα θρανία κι απλώσανε πάνω τους τα βιβλία,
σε μια προσπάθεια να μας εμφυσήσουν την αγάπη και το ενδιαφέρον για το
εξωσχολικό βιβλίο.
Περιφερόμουν εκεί μέσα,
έπιανα μερικά βιβλία στα χέρια μου, τα ξεφύλλιζα.
Ξαφνικά, πέφτει το μάτι μου
σε ένα βιβλίο στην απέναντι σειρά θρανίων, όπου φαινόταν στο εξώφυλλο ένας
σκακιστής να κρατάει και με τα δύο χέρια το κεφάλι του, σκυμμένος στην
σκακιέρα. Έτρεξα! Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Ο σκακιστής στο εξώφυλλο, ήταν
ο «εχθρός». Στον τίτλο έγραφε:
«Έντουαρντ Γκούφελντ –
Γκάρι Κασπάροβ. Επιμέλεια Τ. Σιαπέρας».
Για να πω την αμαρτία μου,
τον Γκούφελντ τότε …δεν τον είχα καν ακουστά!
Το όνομα του Σιαπέρα,
αποτελούσε εγγύηση. Οι δύο τόμοι του αείμνηστου διεθνούς μετρ, είναι υπεύθυνοι
σε μεγάλο βαθμό για την αγάπη που γεννήθηκε μέσα μου για το σκάκι. Και όχι μόνο
εμένα.
Δεν πάει να ήταν ένα βιβλίο
για τον «εχθρό»; Το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι ήταν ένα σκακιστικό βιβλίο.
Όχι απλά δυσεύρετα τότε. Ανύπαρκτα πες καλύτερα. Δεν νομίζω να διέθετα
τότε κάτι άλλο εκτός αυτά του Σιαπέρα.
Είδα την τιμή (δεν θυμάμαι
τώρα ποια ήταν). Τα λίγα χρήματα που είχα πάνω μου για να πάρω κάτι από το
κυλικείο, προφανώς δεν έφταναν. Με κυρίευσε απογοήτευση. Τι κάνουμε τώρα;
Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο επιτόπου. Σκέφτηκα, «ότι προλάβω». Θυμάμαι πήγα και πήρα το τετράδιο μου και
άρχισα να γράφω τις παρτίδες, ότι προλάβαινα, για να τις μελετήσω μετά στο
σπίτι. Ξαφνικά ακούω άλλα παιδιά να λένε ότι θα γίνει μία κλήρωση και κάποιοι
μαθητές που θα κληρωθούν, θα επιλέξουν ένα βιβλίο της αρεσκείας τους ως δώρο.
Σκέφτηκα: «Έχω μια ευκαιρία…». Φευ! Δεν κληρώθηκα. Όμως, η τύχη δεν με είχε
εγκαταλείψει τελείως. Κληρώθηκε ένας φίλος μου. Δεν έφερε αντίρρηση στην
παράκληση μου να πάρει το βιβλίο του Κασπάροβ, παρ’ όλο που δεν ασχολούνταν με
το σκάκι ο ίδιος. Αντίθετα μάλιστα, μόλις το πήρε, μου το πρόσφερε αμέσως (Να
‘σαι καλά ρε Κωστή).
Το συγκεκριμένο βιβλίο,
παρακολουθεί την πορεία του Κασπάροβ από την αρχή, μέχρι που έφτασε να γίνει
διεκδικητής του παγκοσμίου στέμματος από τον Κάρποβ. Λίγο πριν γίνει δηλαδή
παγκόσμιος πρωταθλητής.
Πέρα από
την σκακιστική του αξία και τον τρόπο με τον οποίο έφτασε τελικά στην κατοχή
μου, είναι ξεχωριστό για μένα και για έναν άλλο λόγο. Είναι το βιβλίο που
έδιωξε από μέσα μου τον «οπαδισμό» στο σκάκι, μια για πάντα.
Παρακολουθώντας την πορεία
του νεαρού Γκάρι, από μικρό παιδί, ως τις εφηβικές του επιτυχίες και ακόμα ως
τη στιγμή που άρχισε να «αντρειεύεται» και να διεκδικεί τον παγκόσμιο τίτλο και
ξέροντας πια, τη στιγμή που το διάβαζα εγώ, ότι τα είχε καταφέρει εν τέλει,
συντάχθηκα κατά κάποιο τρόπο μαζί του. Δεν ήταν πια «ο εχθρός». Ήταν ένας ακόμα
τεράστιος παίχτης που είχε προσφέρει – και θα προσέφερε ακόμα περισσότερα –
πολλά στο παιχνίδι που αγαπούσα.
Στο «ματς της Λυών» δεν
κρύβω πως με διακατείχαν διαφορετικά συναισθήματα απ’ ότι στους προηγούμενους
τελικούς. Ναι, ήμουν με τον Κάρποβ, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο όπως πριν. Έβλεπα δύο τιτάνες σε μια αδυσώπητη μάχη. Δύο
«υπηρέτες» της τέχνης του παιχνιδιού – αναμφίβολα τους καλύτερους της εποχής
τους και ίσως όχι μόνο- δύο καλλιτέχνες σε μια «εξωφρενική» προσπάθεια
ανταγωνισμού και αλληλοσυμπλήρωσης, να πασχίζουν για το καλύτερο δυνατόν σκακιστικό
έργο. Και τελικά να προάγουν το παιχνίδι που αγαπούσα σε μια νέα σφαίρα
ομορφιάς κάνοντας το ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Κατάλαβα ότι αυτό που
αγαπούσα εν τέλει, ήταν το ίδιο το παιχνίδι.
Αυτή νομίζω ότι ήταν και η
μεγαλύτερη προσφορά – σε εμένα – αυτού του βιβλίου, που με έμπασε στον κόσμο
του Γκάρι Κίμοβιτς Κασπάροβ.
Στις 13 Απριλίου του 1963,
στο Μπακού, την ανεμοδαρμένη πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, το ζεύγος δύο
ραδιομηχανικών, ο Αζέρος εβραϊκής καταγωγής Κιμ Μοϊσέγιεβιτς Βαϊνστάιν και η αρμένικης
καταγωγής Κλάρα Σαγκένοβνα Κασπαριάν, αποκτούν τον μοναχογιό τους, στο οποίο
δίνουν το όνομα Γκάρι.
Το μικρό αγόρι μαθαίνει να
διαβάζει πριν πάει στο σχολείο και επειδή οι γονείς του είναι μουσικόφιλοι (ο
πατέρας του έπαιζε βιολί), δείχνει ενδιαφέρον και για την μουσική. Οι γονείς
σκέπτονται να τον προσανατολίσουν σε κάποιο μουσικό όργανο. Είχαν όμως και άλλη
μια συνήθεια. Το βράδι μετά το φαγητό, τους άρεσε να στήνουν μια σκακιέρα. Δεν
έπαιζαν όμως σκάκι. Ήταν του καλλιτεχνικού. Ο μικρός καθόταν ήσυχος σε μια
γωνιά και παρακολουθούσε.
Ένα βράδι, το ζευγάρι έχει
κολλήσει σε ένα δύσκολο πρόβλημα. Κινούν τα κομμάτια δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω,
έχουν ζαλίσει την σκακιέρα, αλλά το πρόβλημα δεν μπορούν να το λύσουν. Ξαφνικά
ο μικρός Γκάρι Κίμοβιτς Βάινστάιν, σηκώνεται απ’ την γωνιά του και …λύνει το
πρόβλημα. Μόλις κατεστράφη η (όποια) μουσική καριέρα του παιδιού. Όπως είναι
φυσικό τα σχέδια των γονιών αλλάζουν.
Ο Κιμ παίρνει από το χέρι
τον μικρό του γιο και πάνε στο Μέγαρο των Πιονιέρων του Μπακού, όπου τον γράφει
στο σκακιστικό τμήμα. Πρώτος προπονητής του μικρού, ήταν ο Όλεγκ Πριμπορότσκι.
Τα σκακιστικά προβλήματα,
υπήρξαν φαίνεται καθοριστικά, τουλάχιστον στην αρχή της πορείας του μικρού
παιδιού. Στο 2ο χρόνο του στη σχολή, δημοσιεύθηκε ένα πολύ δύσκολο
πρόβλημα στην εφημερίδα «Κομσομόλσκαγια Πράβντα». Η εφημερίδα δεν έλαβε καμιά
σωστή απάντηση και το αναδημοσίευσε με την υποσημείωση «για πολύ
προχωρημένους».
Το γεγονός κίνησε την
περιέργεια και στους εκκολαπτόμενους σκακιστές στο τμήμα του Γκάρι και έτσι
έστησαν τη θέση και προσπάθησαν να το λύσουν.
Αμέσως ο μικρότερος του
τμήματος, ο Γκάρι Βαινστάιν, σηκώθηκε και έλυσε το πρόβλημα. Το γεγονός έκανε
μεγάλη εντύπωση στους προπονητές του, που άρχισαν να προσέχουν τον «Βενιαμίν»
του τμήματος ιδιαιτέρως, αντιλαμβανόμενοι ότι κάτι ξεχωριστό υπάρχει σ’ αυτό το
παιδάκι.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο
μικρός Γκάρι έφτασε 10 χρονών. Είχε δείξει δείγματα του ταλέντου του με τα
παιδιά. Είχε έρθει η ώρα να παίξει και με ενήλικες. Σε ένα τουρνουά με παίχτες
υψηλών κατηγοριών, ο πιτσιρίκος κάνει 9 σερί νίκες, παίζοντας μάλιστα όρθιος,
καθώς εκτός από μικρός ήταν και μικροκαμωμένος. Αν ήταν καθιστός, δεν έφτανε τα
κομμάτια. Έτσι, μπαίνει στην ομάδα νέων του Αζερμπαϊτζάν και παίρνει μέρος στο
πρωτάθλημα νέων. Τα πάει πολύ καλά, παρότι είναι ακόμα παιδάκι. Δεν ήταν λοιπόν
δυνατόν να μην το προσέξουν, ειδικά σε μια χώρα όπως η ΕΣΣΔ, η οποία έδινε
τεράστια βαρύτητα στο σκάκι.
Τον πλησιάζει κάποιος από
την σχολή Μποτβίνικ και η βόμβα σκάει στα αυτιά του παιδιού:
-
Θέλεις να μπεις
στη σχολή Μποτβίνικ;
Ο μικρός έμεινε για ώρα με
ανοιχτό το στόμα, προσπαθώντας να καταλάβει αν κάποιος του κάνει πλάκα, αν
ονειρεύεται ή αν όντως συμβαίνει αυτό το πράγμα! Τι τον ρώτησε ακριβώς αυτός ο
κύριος; Αν θέλει να πάει στην σχολή του Πατριάρχη;;; Και τα ρωτάνε τέτοια
πράγματα;;
Φυσικά δεν ήταν τόσο εύκολο
να γίνει κανείς δεκτός στην Ακαδημία του Μιχαήλ Μποτβίνικ. Ήταν απλώς μια
πρόταση για να συμμετάσχει στην αυστηρότατη διαδικασία προεπιλογής. Έπρεπε να
παίξει παρτίδες τις οποίες όφειλε μετά, ενώπιον ακροατηρίου να αναλύσει και
σχολιάσει πλήρως. Κατόπιν θα τον εξέταζε εξονυχιστικά η επιτροπή των γκρανμετρ.
Ο Γκάρι Βάινσταιν όμως,
πέρασε με άνεση όλες τις δοκιμασίες. Ήταν τρομερά συγκινημένος και
ενθουσιασμένος. Ήταν πλέον μέλος της Ακαδημίας Μποτβίνικ.
Ο ίδιος αρκετά χρόνια
αργότερα, δήλωσε ότι η γενέτειρα του, το Μπακού, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην
ενασχόληση του με το σκάκι:
««Υπήρχε κάτι το
κοσμοπολίτικο στο Μπακού. Υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν ό,τι κάνουν όλοι οι άνθρωποι
που ζουν σε μια πόλη απ' όπου περνάει κάθε καρυδιάς καρύδι. Υπήρχαν λέσχες όπου
μαζεύονταν άνθρωποι και έπαιζαν μπριτζ, σκάκι, μπιλιάρδο. Το σκάκι υπήρχε στη ζωή της
πόλης»
Στη σχολή Μποτβίνικ ο μικρός Γκάρι αρχίζει να εξελίσσεται ραγδαία.
Σε ηλικία 11
ετών, φέρνει ισοπαλία με τον γκρανμετρ Κούζμιν και νικάει τον γκρανμετρ Γιούρι
Άβερμπαχ.
Στα 12 του
χάνει τον πατέρα του. Μετά από αυτήν την απώλεια, έρχεται και η αλλαγή του
επιθέτου. Θα υιοθετήσει αυτό της μητέρας του (Κασπαριάν), αφού πρώτα το
«ρωσοποιήσει». Στα 12 του, έγινε αυτός που ξέρουμε όλοι σήμερα. Ο Γκάρι
Κασπάροβ.
Στα 13 του τον
περιμένει ένας τεράστιος θρίαμβος! Θα κατακτήσει το Πανσοβιετικό πρωτάθλημα
νέων, όπου συμμετέχουν παίχτες έως 18 ετών. Είναι ο μοναδικός που πέτυχε κάτι
τέτοιο σ’ αυτήν την ηλικία.
Η σχολή
Μποτβίνικ, αρχίζει να τον προμηθεύει με το ίδιο προπαρασκευαστικό υλικό που
προμηθεύει τους κορυφαίους της παίχτες. Ο Κασπάροβ, έπαιρνε στα 13 του χρόνια
το ίδιο υλικό με τον Πετροσιάν και τον Γκέλερ!
Το 1977
κερδίζει για δεύτερη συνεχή χρονιά το πανσοβιετικό πρωτάθλημα νέων. Επίσης
ανεπανάληπτο επίτευγμα.
Ο Μποτβίνικ θα
πει: «Το μέλλον του σκακιού είναι στα χέρια του Κασπάροβ»!
Αμέσως μετά
παίρνει την πρωτιά στο πανίσχυρο τουρνουά στο Νταουγκάβπιλς, το οποίο αποτελεί
προκριματικό τουρνουά για το πρωτάθλημα ΕΣΣΔ. Συμμετείχαν ονόματα όπως
Μπρονστάιν, Χόλμοβ, Σουέτιν, Μακαρίτσεβ, Γκούφελντ.
Βέβαια ο Γκάρι δεν κερδίζει πάντα. Και ενώ όλο και πιο συχνά
παίρνει το σκαλπ των έμπειρων γκρανμετρ, χάνει από παίχτες μικρότερης
δυναμικότητας. Το παιχνίδι του έχει ακόμα πολλές αδυναμίες. Είναι όμως πολύ
εργατικός. Έχει τρομερή μνήμη. Έχει σπουδαίο ταλέντο, αυτό που λέμε σκακιστική
διαίσθηση. Το μέλλον – καλά λέει ο Μποτβίνικ - του ανήκει. Το 1979 είναι μια
χρονιά σταθμός για τον Κασπάροβ. Διεξάγονταν στην Μπάνια Λούκα της
Γιουγκοσλαβίας ένα ισχυρότατο διεθνές τουρνουά, όπου έπαιρναν μέρος 14
γκρανμετρ και 2 μετρ. Η ΕΣΣΔ, θα έστελνε δύο παίχτες. Αποφάσισε να στείλει τον
Πετροσιάν και τον Κασπάροβ. Ο Γκάρι όμως δεν είχε καν διεθνή βαθμό αξιολόγησης. Οι άλλοι μετρ στην αρχή γκρίνιαξαν για απόπειρα της ομοσπονδίας της ΕΣΣΔ να
ρίξει το επίπεδο του τουρνουά, η σοβιετική ομοσπονδία απάντησε κάτι σαν «δεν
ξέραμε ακριβώς περι τίνος πρόκειται…» αλλά ήταν φανερό ότι ούτε το τουρνουά
υποτιμούσε ούτε είχε άγνοια. Προφανώς πίστευαν ότι
είχε έρθει η ώρα ο Γκάρι να πέσει στα βαθιά.
Κι ο μικρός όχι απλά διασώθηκε, αλλά θριάμβευσε.
Πρώτος! Ο άγνωστος νεαρός σάρωσε τους γκρανμετρ. 2 ολόκληρους
βαθμούς πίσω του, τερμάτισαν σε ισοβαθμία οι 2οι Σμέηκαλ και Άντερσον. Μόλις 4ος ο Πετροσιάν. Ο Γκάρι Κασπάροβ έκλεισε πονηρά το μάτι
του στο σκακιστικό πλανήτη. Έναν πλανήτη που θα κατακτούσε τα επόμενα χρόνια,
ολοκληρωτικά.
Κατά την άφιξη στην Μπάνια Λούκα των δύο Σοβιετικών σκακιστών,
κόσμος και δημοσιογράφοι περίμεναν στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούν τον μεγάλο
Τίγκραν Πετροσιάν. Το παιδί που έσερνε μαζί του, δεν υπήρχε, ούτε για τον
κόσμο, ούτε για τους δημοσιογράφους. Μετά το τέλος του τουρνουά όμως, όλοι
έπεφταν πάνω στον μικρό Κασπάροβ, για μια δήλωση. Ο Πετροσιάν ανάλαβε να
απαντάει και για τους δύο, κάνοντας τον κουφό στις ερωτήσεις που δεν ήθελε να απαντήσει. Γενικά έπαιξε τον ρόλο του προστάτη του μικρού σε
όλο αυτό το ταξίδι.
Ενδιαφέρον έχουν εδώ τα λόγια του Κασπάροβ, όσον αφορά τους
σκακιστές που είχε ως πρότυπο: «Έχω για πρότυπο μια ομάδα πρωταθλητών και θα ήθελα
να κάνω κτήμα μου τα προτερήματα του καθενός
απ’ αυτούς. Από τον Κάρποβ την ψυχολογική του σταθερότητα, από τον
Πετροσιάν την τεχνική κατάρτιση, από τον Μποτβίνικ τη λογική, από τον Αλιέχιν
την καθαρή σκέψη και από τον Ταλ την αγάπη για τον κίνδυνο». Νομίζω δεν θα ήταν
υπερβολή να πω πώς στα επόμενα χρόνια κατάφερε να κάνει κτήμα του αυτά τα
στοιχεία, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον.
Στην Μπάνια Λούκα, ο Κασπάροβ όχι μόνο έκανε νόρμα διεθνούς μετρ,
αλλά και την πρώτη νόρμα γκρανμετρ. Απαντάει στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων
στη Μόσχα:
«Είστε ευχαριστημένος;»
«Φυσικά και είμαι ευχαριστημένος και μάλιστα περισσότερο από το
παιχνίδι μου, παρά από τον τίτλο του διεθνούς μετρ. Δεν το περίμενα. Μέχρι το
τέλος κατάφερα να διατηρήσω τις δυνάμεις μου και τη δημιουργικότητα μου»
«Οι γνώστες, οι πολύ ειδικοί παίχτες θεωρούν ότι συνδυάζετε μ’
επιτυχία δύο στυλ: το ποζισιονέλ και το συνδυαστικό. Ποια είναι η προσωπική σας
άποψη;»
«Ο τρόπος που παίζω είναι αληθινά έμφυτος. Μα το κυριότερο στυλ
που ακολουθώ, παραμένει για μένα το ποζισιονέλ»
Να λοιπόν που ο 16χρονος Κασπάροβ προτιμούσε το ποζισιονέλ παιχνίδι. Και
ίσως κατά κάποιο τρόπο να προσπαθούσε να το επιβάλλει στον εαυτό του. Το ταλέντο του όμως δεν έμπαινε σε καλούπια. Δεν άργησε να διαμορφώσει το
δικό του, εντελώς προσωπικό στυλ, το οποίο φυσικά δεν ήταν ποζισιονέλ, αλλά
καθαρά τακτικό. Ο Κασπάροβ δεν ήταν στο στοιχείο του στις «ήσυχες» στρατηγικές
θέσεις. Ειδικά απέναντι στον κατεξοχήν «ποζισιονέλ» Κάρποβ, σε τέτοιες θέσεις
απλά υπέφερε. Οι γεμάτες τακτικό περιεχόμενο θέσεις ήταν αυτές που αύξαναν τη
δημιουργικότητα και την ενεργητικότητα του στα ύψη. Με τον καιρό μάλιστα,
εξελίχθηκε σε τέτοιον «μάστορα» που σχεδόν πάντα έβρισκε τον τρόπο να
«εκτρέπει» ακόμα και παρτίδες που δεν φαίνεται να είχαν άλλο δρόμο από τους
στρατηγικούς ελιγμούς, στις καταιγίδες των τακτικών περιπλοκών. Ο αντίποδας του
Κάρποβ από κάθε άποψη. Τι είναι αυτό που θα οξύνει μια θέση; Ποια είναι η
βαριάντα που θα κάνει την παρτίδα να κρέμεται στην κόψη του ξυραφιού; Αυτήν θα
επέλεγε ο Κασπάροβ. Και όταν δεν υπήρχε, θα τη δημιουργούσε.
Κι
ο ίδιος ο Γκάρι, λίγο αργότερα, κατάλαβε ότι το στυλ που του ταιριάζει είναι
πολύ εκρηκτικό για
να είναι «καθαρό ποζισιονέλ». Έτσι, δήλωνε: «Από τους πρωταθλητές που μου
κάνουν εντύπωση, βάζω πρώτο τον Αλιέχιν. Νιώθω πολύ κοντά στη δική του
προσέγγιση του παιχνιδιού και στις σκακιστικές του ιδέες. Είμαι σίγουρος ότι το
μέλλον ανήκει στους παίχτες του στυλ Αλιέχιν».
(συνεχίζεται)