Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

www.anogiachess.com

Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, παράλληλα με την προσπάθεια ανασύστασης του Σ.Ο. Ανωγείων, δημιουργήσαμε αυτό το ιστολόγιο ως μέρος της γενικότερης στόχευσης μας να εισάγουμε το σκάκι αλλά και την κουλτούρα που το συνοδεύει στον τόπο μας. Πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό ότι το ιστολόγιο ενδιέφερε και άλλο κόσμο από τον ευρύτερο σκακιστικό χώρο. Αυτό μας έδωσε χαρά και δύναμη για να συνεχίσουμε, παρ' ότι αρχικά σκεφτόμασταν ότι λόγω έλλειψης χρόνου δεν θα ενημερώναμε το ιστολόγιο τόσο τακτικά. Το ίδιο το μπλογκ όμως "μας ανάγκασε" (κι αυτό είναι ευχάριστο για μας) να "σκύψουμε" πάνω του με μεγαλύτερο ζήλο.
Αντιμετωπίσαμε κάποια τεχνικά προβλήματα που είχαν να κάνουν με τον σχολιασμό κυρίως, αλλά και άλλα θέματα. Κι έτσι αποφασίσαμε να ...αλλάξουμε σελίδα.
Μεταφέραμε το ιστολόγιο σε νέο περιβάλλον. Πιο εύχρηστο και με περισσότερες δυνατότητες. Κυρίως όμως ο σχολιασμός έγινε πολύ πιο φιλικός και εύχρηστος. Ελπίζουμε ότι το νέο περιβάλλον θα σας αρέσει και θα κάνει ευκολότερη την παρακολούθηση του ιστολογίου. Μεταφέραμε εκεί όλες τις αναρτήσεις και τα σχόλια από το παρόν. Η ψηφοφορία για τον ισχυρότερο σκακιστή που δεν έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής που έτρεχε εδώ, μεταφέρθηκε κι αυτή στο νέο ιστολόγιο. Δυστυχώς όμως δεν ήταν δυνατόν να μεταφέρουμε και τις ψήφους. Θα παρακαλούσα όσους έχουν ψηφίσει εδώ, να το κάνουν και στη νέα σελίδα, ώστε να γίνει με αυτόν τον τρόπο η μεταφορά.
Θέλουμε επίσης να ευχαριστήσουμε τον Φίλιππο από το skakistiko.com για την συμβολή του στην προσπάθεια αυτή, της αλλαγής σελίδας.
Η νέα διεύθυνση είναι:


Σας περιμένουμε εκεί να μας πείτε πώς σας φαίνεται. Κάθε σχόλιο και κάθε παρατήρηση θα μας βοηθήσει πολύ στην βελτίωση του νέου ιστολογίου, ώστε να γίνει ένας "ζωντανός" και όμορφος χώρος, όπου θα μιλάμε για σκάκι - και όχι μόνο.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Γκάρι Κίμοβιτς Κασπάροβ (Μέρος Α')


ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΜΠΑΝΙΑ ΛΟΥΚΑ

Πρέπει να ήταν το 1989. Σίγουρα λίγο πριν απ’ το «ματς της Λυών», (στην Νέα Υόρκη παίχθηκαν βέβαια οι πρώτες δώδεκα παρτίδες αυτού του τελικού, αλλά την Λυών μνημονεύουμε συνήθως, η οποία φιλοξένησε τις 12 τελευταίες οι οποίες έκριναν και τον τίτλο το 1990).
Εγώ ήμουν τότε ένας 13χρονος πιτσιρικάς και «φανατικός» Καρποφικός.
Είχα λοιπόν την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα έδινε ένα γερό μάθημα σ’ αυτόν …τον Κασπάροβ και θα επέστρεφε στην κορυφή του σκακιστικό κόσμου.
Σκέφτομαι τώρα ότι την εποχή εκείνη περιμέναμε να μάθουμε από τις εφημερίδες τις επόμενες μέρες τι έγινε στην κάθε παρτίδα, ενώ σήμερα βλέπουμε «ζωντανά» όχι μόνο τις κινήσεις, αλλά και τους ίδιους τους παίχτες την στιγμή που παίζουν. Την αγωνία τους, τους μορφασμούς τους, τον τρόπο που αντιδρούν και συμπεριφέροντε την κρίσιμη ώρα της μάχης. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έχουμε και άμεση εκτίμηση της θέσης (ναι, αυτά τα 0.30 ή –0.75 που όσο αντιαισθητικά κι αν είναι, έχω συλλάβει τον εαυτό μου πολλές φορές να τα αναζητά όταν παρακολουθώ μια ενδιαφέρουσα παρτίδα). Τότε, καλά καλά δεν θυμάμαι αν είχα δει σε φωτογραφία μια ή δύο φορές καθέναν από τους δύο μονομάχους.
Κάποιες μέρες πριν αρχίσουν οι παρτίδες (ή μπορεί και να παίζονταν ήδη οι παρτίδες της Νέας Υόρκης, δεν είμαι σίγουρος), στο σχολείο μας είχε προγραμματιστεί μια «έκθεση βιβλίου». Αδειάσανε δύο αίθουσες, αφήσανε μόνο τα θρανία κι απλώσανε πάνω τους τα βιβλία, σε μια προσπάθεια να μας εμφυσήσουν την αγάπη και το ενδιαφέρον για το εξωσχολικό βιβλίο.
Περιφερόμουν εκεί μέσα, έπιανα μερικά βιβλία στα χέρια μου, τα ξεφύλλιζα.
Ξαφνικά, πέφτει το μάτι μου σε ένα βιβλίο στην απέναντι σειρά θρανίων, όπου φαινόταν στο εξώφυλλο ένας σκακιστής να κρατάει και με τα δύο χέρια το κεφάλι του, σκυμμένος στην σκακιέρα. Έτρεξα! Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Ο σκακιστής στο εξώφυλλο, ήταν ο «εχθρός». Στον τίτλο έγραφε:
«Έντουαρντ Γκούφελντ – Γκάρι Κασπάροβ. Επιμέλεια Τ. Σιαπέρας».
Για να πω την αμαρτία μου, τον Γκούφελντ τότε …δεν τον είχα καν ακουστά!
Το όνομα του Σιαπέρα, αποτελούσε εγγύηση. Οι δύο τόμοι του αείμνηστου διεθνούς μετρ, είναι υπεύθυνοι σε μεγάλο βαθμό για την αγάπη που γεννήθηκε μέσα μου για το σκάκι. Και όχι μόνο εμένα.
Δεν πάει να ήταν ένα βιβλίο για τον «εχθρό»; Το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι ήταν ένα σκακιστικό βιβλίο. Όχι απλά δυσεύρετα τότε. Ανύπαρκτα πες καλύτερα. Δεν νομίζω να διέθετα τότε  κάτι άλλο εκτός αυτά του Σιαπέρα.
Είδα την τιμή (δεν θυμάμαι τώρα ποια ήταν). Τα λίγα χρήματα που είχα πάνω μου για να πάρω κάτι από το κυλικείο, προφανώς δεν έφταναν. Με κυρίευσε απογοήτευση. Τι κάνουμε τώρα; Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο επιτόπου. Σκέφτηκα, «ότι προλάβω».  Θυμάμαι πήγα και πήρα το τετράδιο μου και άρχισα να γράφω τις παρτίδες, ότι προλάβαινα, για να τις μελετήσω μετά στο σπίτι. Ξαφνικά ακούω άλλα παιδιά να λένε ότι θα γίνει μία κλήρωση και κάποιοι μαθητές που θα κληρωθούν, θα επιλέξουν ένα βιβλίο της αρεσκείας τους ως δώρο. Σκέφτηκα: «Έχω μια ευκαιρία…». Φευ! Δεν κληρώθηκα. Όμως, η τύχη δεν με είχε εγκαταλείψει τελείως. Κληρώθηκε ένας φίλος μου. Δεν έφερε αντίρρηση στην παράκληση μου να πάρει το βιβλίο του Κασπάροβ, παρ’ όλο που δεν ασχολούνταν με το σκάκι ο ίδιος. Αντίθετα μάλιστα, μόλις το πήρε, μου το πρόσφερε αμέσως (Να ‘σαι καλά ρε Κωστή).
Το συγκεκριμένο βιβλίο, παρακολουθεί την πορεία του Κασπάροβ από την αρχή, μέχρι που έφτασε να γίνει διεκδικητής του παγκοσμίου στέμματος από τον Κάρποβ. Λίγο πριν γίνει δηλαδή παγκόσμιος πρωταθλητής.
Πέρα από την σκακιστική του αξία και τον τρόπο με τον οποίο έφτασε τελικά στην κατοχή μου, είναι ξεχωριστό για μένα και για έναν άλλο λόγο. Είναι το βιβλίο που έδιωξε από μέσα μου τον «οπαδισμό» στο σκάκι, μια για πάντα.
Παρακολουθώντας την πορεία του νεαρού Γκάρι, από μικρό παιδί, ως τις εφηβικές του επιτυχίες και ακόμα ως τη στιγμή που άρχισε να «αντρειεύεται» και να διεκδικεί τον παγκόσμιο τίτλο και ξέροντας πια, τη στιγμή που το διάβαζα εγώ, ότι τα είχε καταφέρει εν τέλει, συντάχθηκα κατά κάποιο τρόπο μαζί του. Δεν ήταν πια «ο εχθρός». Ήταν ένας ακόμα τεράστιος παίχτης που είχε προσφέρει – και θα προσέφερε ακόμα περισσότερα – πολλά στο παιχνίδι που αγαπούσα.
Στο «ματς της Λυών» δεν κρύβω πως με διακατείχαν διαφορετικά συναισθήματα απ’ ότι στους προηγούμενους τελικούς. Ναι, ήμουν με τον Κάρποβ, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο όπως πριν.  Έβλεπα δύο τιτάνες σε μια αδυσώπητη μάχη. Δύο «υπηρέτες» της τέχνης του παιχνιδιού – αναμφίβολα τους καλύτερους της εποχής τους και ίσως όχι μόνο- δύο καλλιτέχνες σε μια «εξωφρενική» προσπάθεια ανταγωνισμού και αλληλοσυμπλήρωσης, να πασχίζουν για το καλύτερο δυνατόν σκακιστικό έργο. Και τελικά να προάγουν το παιχνίδι που αγαπούσα σε μια νέα σφαίρα ομορφιάς κάνοντας το ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Κατάλαβα ότι αυτό που αγαπούσα εν τέλει, ήταν το ίδιο το παιχνίδι.
Αυτή νομίζω ότι ήταν και η μεγαλύτερη προσφορά – σε εμένα – αυτού του βιβλίου, που με έμπασε στον κόσμο του Γκάρι Κίμοβιτς Κασπάροβ. 

Στις 13 Απριλίου του 1963, στο Μπακού, την ανεμοδαρμένη πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, το ζεύγος δύο ραδιομηχανικών, ο Αζέρος εβραϊκής καταγωγής Κιμ Μοϊσέγιεβιτς Βαϊνστάιν και η αρμένικης καταγωγής Κλάρα Σαγκένοβνα Κασπαριάν, αποκτούν τον μοναχογιό τους, στο οποίο δίνουν το όνομα Γκάρι.

Το μικρό αγόρι μαθαίνει να διαβάζει πριν πάει στο σχολείο και επειδή οι γονείς του είναι μουσικόφιλοι (ο πατέρας του έπαιζε βιολί), δείχνει ενδιαφέρον και για την μουσική. Οι γονείς σκέπτονται να τον προσανατολίσουν σε κάποιο μουσικό όργανο. Είχαν όμως και άλλη μια συνήθεια. Το βράδι μετά το φαγητό, τους άρεσε να στήνουν μια σκακιέρα. Δεν έπαιζαν όμως σκάκι. Ήταν του καλλιτεχνικού. Ο μικρός καθόταν ήσυχος σε μια γωνιά και παρακολουθούσε.
Ένα βράδι, το ζευγάρι έχει κολλήσει σε ένα δύσκολο πρόβλημα. Κινούν τα κομμάτια δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, έχουν ζαλίσει την σκακιέρα, αλλά το πρόβλημα δεν μπορούν να το λύσουν. Ξαφνικά ο μικρός Γκάρι Κίμοβιτς Βάινστάιν, σηκώνεται απ’ την γωνιά του και …λύνει το πρόβλημα. Μόλις κατεστράφη η (όποια) μουσική καριέρα του παιδιού. Όπως είναι φυσικό τα σχέδια των γονιών αλλάζουν.
Ο Κιμ παίρνει από το χέρι τον μικρό του γιο και πάνε στο Μέγαρο των Πιονιέρων του Μπακού, όπου τον γράφει στο σκακιστικό τμήμα. Πρώτος προπονητής του μικρού, ήταν ο  Όλεγκ Πριμπορότσκι.
Τα σκακιστικά προβλήματα, υπήρξαν φαίνεται καθοριστικά, τουλάχιστον στην αρχή της πορείας του μικρού παιδιού. Στο 2ο χρόνο του στη σχολή, δημοσιεύθηκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα στην εφημερίδα «Κομσομόλσκαγια Πράβντα». Η εφημερίδα δεν έλαβε καμιά σωστή απάντηση και το αναδημοσίευσε με την υποσημείωση «για πολύ προχωρημένους».
Το γεγονός κίνησε την περιέργεια και στους εκκολαπτόμενους σκακιστές στο τμήμα του Γκάρι και έτσι έστησαν τη θέση και προσπάθησαν να το λύσουν.
Αμέσως ο μικρότερος του τμήματος, ο Γκάρι Βαινστάιν, σηκώθηκε και έλυσε το πρόβλημα. Το γεγονός έκανε μεγάλη εντύπωση στους προπονητές του, που άρχισαν να προσέχουν τον «Βενιαμίν» του τμήματος ιδιαιτέρως, αντιλαμβανόμενοι ότι κάτι ξεχωριστό υπάρχει σ’ αυτό το παιδάκι.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο μικρός Γκάρι έφτασε 10 χρονών. Είχε δείξει δείγματα του ταλέντου του με τα παιδιά. Είχε έρθει η ώρα να παίξει και με ενήλικες. Σε ένα τουρνουά με παίχτες υψηλών κατηγοριών, ο πιτσιρίκος κάνει 9 σερί νίκες, παίζοντας μάλιστα όρθιος, καθώς εκτός από μικρός ήταν και μικροκαμωμένος. Αν ήταν καθιστός, δεν έφτανε τα κομμάτια. Έτσι, μπαίνει στην ομάδα νέων του Αζερμπαϊτζάν και παίρνει μέρος στο πρωτάθλημα νέων. Τα πάει πολύ καλά, παρότι είναι ακόμα παιδάκι. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να μην το προσέξουν, ειδικά σε μια χώρα όπως η ΕΣΣΔ, η οποία έδινε τεράστια βαρύτητα στο σκάκι.
Τον πλησιάζει κάποιος από την σχολή Μποτβίνικ και η βόμβα σκάει στα αυτιά του παιδιού:
-         Θέλεις να μπεις στη σχολή Μποτβίνικ;
Ο μικρός έμεινε για ώρα με ανοιχτό το στόμα, προσπαθώντας να καταλάβει αν κάποιος του κάνει πλάκα, αν ονειρεύεται ή αν όντως συμβαίνει αυτό το πράγμα! Τι τον ρώτησε ακριβώς αυτός ο κύριος; Αν θέλει να πάει στην σχολή του Πατριάρχη;;; Και τα ρωτάνε τέτοια πράγματα;;
Φυσικά δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνει κανείς δεκτός στην Ακαδημία του Μιχαήλ Μποτβίνικ. Ήταν απλώς μια πρόταση για να συμμετάσχει στην αυστηρότατη διαδικασία προεπιλογής. Έπρεπε να παίξει παρτίδες τις οποίες όφειλε μετά, ενώπιον ακροατηρίου να αναλύσει και σχολιάσει πλήρως. Κατόπιν θα τον εξέταζε εξονυχιστικά η επιτροπή των γκρανμετρ.
Ο Γκάρι Βάινσταιν όμως, πέρασε με άνεση όλες τις δοκιμασίες. Ήταν τρομερά συγκινημένος και ενθουσιασμένος. Ήταν πλέον μέλος της Ακαδημίας Μποτβίνικ.
Ο ίδιος αρκετά χρόνια αργότερα, δήλωσε ότι η γενέτειρα του, το Μπακού, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ενασχόληση του με το σκάκι:
««Υπήρχε κάτι το κοσμοπολίτικο στο Μπακού. Υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν ό,τι κάνουν όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε μια πόλη απ' όπου περνάει κάθε καρυδιάς καρύδι. Υπήρχαν λέσχες όπου μαζεύονταν άνθρωποι και έπαιζαν μπριτζ, σκάκι, μπιλιάρδο. Το σκάκι υπήρχε στη ζωή της πόλης»

Στη σχολή Μποτβίνικ ο μικρός Γκάρι αρχίζει να εξελίσσεται ραγδαία.

Σε ηλικία 11 ετών, φέρνει ισοπαλία με τον γκρανμετρ Κούζμιν και νικάει τον γκρανμετρ Γιούρι Άβερμπαχ.
Στα 12 του χάνει τον πατέρα του. Μετά από αυτήν την απώλεια, έρχεται και η αλλαγή του επιθέτου. Θα υιοθετήσει αυτό της μητέρας του (Κασπαριάν), αφού πρώτα το «ρωσοποιήσει». Στα 12 του, έγινε αυτός που ξέρουμε όλοι σήμερα. Ο Γκάρι Κασπάροβ.
Στα 13 του τον περιμένει ένας τεράστιος θρίαμβος! Θα κατακτήσει το Πανσοβιετικό πρωτάθλημα νέων, όπου συμμετέχουν παίχτες έως 18 ετών. Είναι ο μοναδικός που πέτυχε κάτι τέτοιο σ’ αυτήν την ηλικία.
Η σχολή Μποτβίνικ, αρχίζει να τον προμηθεύει με το ίδιο προπαρασκευαστικό υλικό που προμηθεύει τους κορυφαίους της παίχτες. Ο Κασπάροβ, έπαιρνε στα 13 του χρόνια το ίδιο υλικό με τον Πετροσιάν και τον Γκέλερ!
Το 1977 κερδίζει για δεύτερη συνεχή χρονιά το πανσοβιετικό πρωτάθλημα νέων. Επίσης ανεπανάληπτο επίτευγμα.
Ο Μποτβίνικ θα πει: «Το μέλλον του σκακιού είναι στα χέρια του Κασπάροβ»!
Αμέσως μετά παίρνει την πρωτιά στο πανίσχυρο τουρνουά στο Νταουγκάβπιλς, το οποίο αποτελεί προκριματικό τουρνουά για το πρωτάθλημα ΕΣΣΔ. Συμμετείχαν ονόματα όπως Μπρονστάιν, Χόλμοβ, Σουέτιν, Μακαρίτσεβ, Γκούφελντ.
Βέβαια ο Γκάρι δεν κερδίζει πάντα. Και ενώ όλο και πιο συχνά παίρνει το σκαλπ των έμπειρων γκρανμετρ, χάνει από παίχτες μικρότερης δυναμικότητας. Το παιχνίδι του έχει ακόμα πολλές αδυναμίες. Είναι όμως πολύ εργατικός. Έχει τρομερή μνήμη. Έχει σπουδαίο ταλέντο, αυτό που λέμε σκακιστική διαίσθηση. Το μέλλον – καλά λέει ο Μποτβίνικ - του ανήκει. Το 1979 είναι μια χρονιά σταθμός για τον Κασπάροβ. Διεξάγονταν στην Μπάνια Λούκα της Γιουγκοσλαβίας ένα ισχυρότατο διεθνές τουρνουά, όπου έπαιρναν μέρος 14 γκρανμετρ και 2 μετρ. Η ΕΣΣΔ, θα έστελνε δύο παίχτες. Αποφάσισε να στείλει τον Πετροσιάν και τον Κασπάροβ. Ο Γκάρι όμως δεν είχε καν διεθνή βαθμό αξιολόγησης. Οι άλλοι μετρ στην αρχή γκρίνιαξαν για απόπειρα της ομοσπονδίας της ΕΣΣΔ να ρίξει το επίπεδο του τουρνουά, η σοβιετική ομοσπονδία απάντησε κάτι σαν «δεν ξέραμε ακριβώς περι τίνος πρόκειται…» αλλά ήταν φανερό ότι ούτε το τουρνουά υποτιμούσε ούτε είχε άγνοια. Προφανώς πίστευαν ότι είχε έρθει η ώρα ο Γκάρι να πέσει στα βαθιά.
Κι ο μικρός όχι απλά διασώθηκε, αλλά θριάμβευσε.
Πρώτος! Ο άγνωστος νεαρός σάρωσε τους γκρανμετρ. 2 ολόκληρους βαθμούς πίσω του, τερμάτισαν σε ισοβαθμία οι 2οι Σμέηκαλ και Άντερσον. Μόλις 4ος ο Πετροσιάν. Ο Γκάρι Κασπάροβ έκλεισε πονηρά το μάτι του στο σκακιστικό πλανήτη. Έναν πλανήτη που θα κατακτούσε τα επόμενα χρόνια, ολοκληρωτικά.
Κατά την άφιξη στην Μπάνια Λούκα των δύο Σοβιετικών σκακιστών, κόσμος και δημοσιογράφοι περίμεναν στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούν τον μεγάλο Τίγκραν Πετροσιάν. Το παιδί που έσερνε μαζί του, δεν υπήρχε, ούτε για τον κόσμο, ούτε για τους δημοσιογράφους. Μετά το τέλος του τουρνουά όμως, όλοι έπεφταν πάνω στον μικρό Κασπάροβ, για μια δήλωση. Ο Πετροσιάν ανάλαβε να απαντάει και για τους δύο, κάνοντας τον κουφό στις ερωτήσεις που δεν ήθελε να απαντήσει. Γενικά έπαιξε τον ρόλο του προστάτη του μικρού σε όλο αυτό το ταξίδι.
Ενδιαφέρον έχουν εδώ τα λόγια του Κασπάροβ, όσον αφορά τους σκακιστές που είχε ως πρότυπο: «Έχω για πρότυπο μια ομάδα πρωταθλητών και θα ήθελα να κάνω κτήμα μου τα προτερήματα του καθενός  απ’ αυτούς. Από τον Κάρποβ την ψυχολογική του σταθερότητα, από τον Πετροσιάν την τεχνική κατάρτιση, από τον Μποτβίνικ τη λογική, από τον Αλιέχιν την καθαρή σκέψη και από τον Ταλ την αγάπη για τον κίνδυνο». Νομίζω δεν θα ήταν υπερβολή να πω πώς στα επόμενα χρόνια κατάφερε να κάνει κτήμα του αυτά τα στοιχεία, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον.
Στην Μπάνια Λούκα, ο Κασπάροβ όχι μόνο έκανε νόρμα διεθνούς μετρ, αλλά και την πρώτη νόρμα γκρανμετρ. Απαντάει στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων στη Μόσχα:
«Είστε ευχαριστημένος;»
«Φυσικά και είμαι ευχαριστημένος και μάλιστα περισσότερο από το παιχνίδι μου, παρά από τον τίτλο του διεθνούς μετρ. Δεν το περίμενα. Μέχρι το τέλος κατάφερα να διατηρήσω τις δυνάμεις μου και τη δημιουργικότητα μου»
«Οι γνώστες, οι πολύ ειδικοί παίχτες θεωρούν ότι συνδυάζετε μ’ επιτυχία δύο στυλ: το ποζισιονέλ και το συνδυαστικό. Ποια είναι η προσωπική σας άποψη;»
«Ο τρόπος που παίζω είναι αληθινά έμφυτος. Μα το κυριότερο στυλ που ακολουθώ, παραμένει για μένα το ποζισιονέλ»

Να λοιπόν που ο 16χρονος Κασπάροβ προτιμούσε το ποζισιονέλ παιχνίδι. Και ίσως κατά κάποιο τρόπο να προσπαθούσε να το επιβάλλει στον εαυτό του. Το ταλέντο του όμως δεν έμπαινε σε καλούπια. Δεν άργησε να διαμορφώσει το δικό του, εντελώς προσωπικό στυλ, το οποίο φυσικά δεν ήταν ποζισιονέλ, αλλά καθαρά τακτικό. Ο Κασπάροβ δεν ήταν στο στοιχείο του στις «ήσυχες» στρατηγικές θέσεις. Ειδικά απέναντι στον κατεξοχήν «ποζισιονέλ» Κάρποβ, σε τέτοιες θέσεις απλά υπέφερε. Οι γεμάτες τακτικό περιεχόμενο θέσεις ήταν αυτές που αύξαναν τη δημιουργικότητα και την ενεργητικότητα του στα ύψη. Με τον καιρό μάλιστα, εξελίχθηκε σε τέτοιον «μάστορα» που σχεδόν πάντα έβρισκε τον τρόπο να «εκτρέπει» ακόμα και παρτίδες που δεν φαίνεται να είχαν άλλο δρόμο από τους στρατηγικούς ελιγμούς, στις καταιγίδες των τακτικών περιπλοκών. Ο αντίποδας του Κάρποβ από κάθε άποψη. Τι είναι αυτό που θα οξύνει μια θέση; Ποια είναι η βαριάντα που θα κάνει την παρτίδα να κρέμεται στην κόψη του ξυραφιού; Αυτήν θα επέλεγε ο Κασπάροβ. Και όταν δεν υπήρχε, θα τη δημιουργούσε.

Κι ο ίδιος ο Γκάρι, λίγο αργότερα, κατάλαβε ότι το στυλ που του ταιριάζει είναι πολύ εκρηκτικό για να είναι «καθαρό ποζισιονέλ». Έτσι, δήλωνε: «Από τους πρωταθλητές που μου κάνουν εντύπωση, βάζω πρώτο τον Αλιέχιν. Νιώθω πολύ κοντά στη δική του προσέγγιση του παιχνιδιού και στις σκακιστικές του ιδέες. Είμαι σίγουρος ότι το μέλλον ανήκει στους παίχτες του στυλ Αλιέχιν».
(συνεχίζεται)


Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Περί των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας


Χθες έκλεισε η πρώτη ψηφοφορία του blog. Το ίδιο το ερώτημα θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κανείς πώς δεν «στέκει». «Ποιος είναι ο ισχυρότερος σκακιστής στην ιστορία;». Έλα ντε…
Προφανώς το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί στα σοβαρά, πόσο μάλλον μέσα από μερικές επιλογές ονομάτων σε ένα poll ενός blog.
Με ποια κριτήρια θα συγκρίνει κάποιος τον Μόρφυ πχ με τον Φίσερ; Τον Στάινιτς με τον Κασπάροβ; Όλοι ξέρουμε ότι οι ισχυροί παίχτες κάθε εποχής, είχαν στο οπλοστάσιο τους την ήδη συσσωρευμένη γνώση των προηγούμενων γενεών και είναι απολύτως φυσικό να μην μπορεί να συγκριθεί ένας μετρ του προπερασμένου αιώνα με έναν εκ των κορυφαίων παιχτών της σοβιετικής σχολής για παράδειγμα. Επομένως το ερώτημα το ίδιο είναι προβληματικό. Ίσως θα έπρεπε να διατυπωθεί ως εξής: «Ποιος είναι ο αγαπημένος σας σκακιστής όλων των εποχών». Τότε όμως δεν θα έπρεπε να υπάρχει poll, καθώς αν υπήρχε τέτοιο θα έπρεπε να έχει καμιά 300αριά ονόματα και βάλε. Ξέρω ήδη πολλούς των οποίων αγαπημένος σκακιστής είναι ο Φρανκ Μάρσαλ, ο Χάρι Νέλσον Πίλσμπερι, ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Τσιγκόριν ή ο Βασίλι Ιβαντσούκ και γιατί όχι άλλωστε. Επομένως ένα τέτοιο ερώτημα δεν θα είχε και πολύ νόημα, από την στιγμή που δεν θα περιόριζε – βάση μιας έστω και αίολης λογικής- τα ονόματα σε καμιά 20αριά το πολύ.
Ίσως μια άλλη μορφή του ερωτήματος να ήταν: «Ποιος ήταν ο πιο ολοκληρωμένος σκακιστής στην ιστορία». Αυτό όμως θα απέκλειε τους πριν το 1950 – τουλάχιστον – κορυφαίους παίχτες.
Ένα εύλογο ερώτημα θα ήταν: «Και γιατί να υπάρξει ντε και καλά ένα τέτοιο poll;».
Σωστό είναι αυτό, αλλά έλα που εμένα κάτι τέτοιες κουβέντες μ’ αρέσουν. Κι όσο κι αν δεν μπορούν να καταλήξουν σε κάποιο σοβαρό συμπέρασμα όσον αφορά το ερώτημα αυτό καθ’ αυτό, νομίζω πως μπορούν να βγουν κάποια επιμέρους ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η ψηφοφορία, λοιπόν, τελείωσε με ισοβαθμία στην πρώτη θέση μεταξύ του Γκάρι Κασπάροβ και του Μίσα Ταλ, ενώ ισόβαθμοι ακολουθούν ο Μπόμπι Φίσερ και ο Ανατόλι Κάρποβ.
Ας δούμε λίγο αυτά τα αποτελέσματα. Του Κασπάροβ θα έλεγα πως είναι το πιο αναμενόμενο.  Νομίζω ότι το να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Γκάρι υπήρξε ο πιο ολοκληρωμένος σκακιστής είναι μια λογική θέση. Είναι ίσως ο τελευταίος μεγάλος της σοβιετικής σχολής. Η κυριαρχία του ξεκινάει στην δύση της και τελειώνει ότι πια έχουμε μπει για τα καλά στην «μετασοβιετική» ή σύγχρονη – όπως θέλετε πείτε το- εποχή του παιχνιδιού. Το παιχνίδι του Κασπάροβ συμπύκνωνε μέσα του σε πολύ μεγάλο βαθμό όλη την προγενέστερη εμπειρία.
Ο Ταλ όμως; Γιατί να ισοβαθμεί στην 1η θέση ο όγδοος παγκόσμιος πρωταθλητής, ο οποίος μάλιστα έμεινε στο θρόνο για μονάχα ένα έτος, με τον δέκατο τρίτο ομόλογο του, ο οποίος υπήρξε παγκόσμιος πρωταθλητής για 15 συνεχόμενα έτη;
Γιατί αυτός ο «νεορομαντικός» μας γοητεύει τόσο; Γιατί, πέρα από την προσωπική προτίμηση που μπορεί να έχει κάποιος στο παιχνίδι του ή στην προσωπικότητα του, θεωρεί ότι το να τον ψηφίσει ως κορυφαίο σκακιστή είναι κάτι που δεν έρχεται σε αντίθεση με την λογική και την αντικειμενικότητα; Γιατί πχ αυτό δεν συμβαίνει με τον Σμύσλοβ ή τον Πετροσιάν ή γιατί δεν συμβαίνει με τον Ρουμπινστάιν ή τον Αλιέχιν;
Μόνο και μόνο επειδή ο Ταλ έκανε εντυπωσιακές θυσίες;
Δεν νομίζω ότι είναι αυτό. Πιστεύω ότι είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Ίσως η άποψη μου θεωρηθεί κάπως ακραία ή αυθαίρετη, αλλά πιστεύω ότι όλοι –συνειδητά ή υποσεινήδητα- ξέρουμε ότι ο Ταλ έσωσε το σκάκι – τουλάχιστον το κομμάτι του εκείνο που θα χαρακτηρίζαμε «παιχνίδι». Με λίγα λόγια, την εποχή που ο Μποτβίνικ (και δεν έχω καμιά διάθεση να μειώσω την δική του μεγάλη προσφορά) έκανε την μεγάλη απόπειρα να «στεγνώσει» το παιχνίδι προωθώντας και σε μεγάλο βαθμό επιβάλλοντας την επιστημονική θεώρηση ως το μόνο δρόμο και τρόπο που έπρεπε να ακολουθήσει και να παίζεται το σκάκι, ο Ταλ του πέταξε στο πρόσωπο μια μεγάλη αλήθεια, που αυτός ο ίδιος ο μεγάλος αναζητητής της «αλήθειας σε κάθε θέση» είχε αγνοήσει. Ότι το σκάκι είναι πρώτα απ’ όλα παιχνίδι. Ότι χωρίς την φαντασία – όπως σωστά είχε αναφέρει ο Τσβάιχ – δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ότι εν τέλει, αν ντε και καλά θα πρέπει να του δώσουμε έναν άλλο χαρακτηρισμό και δεν μας φτάνει να το πούμε απλά παιχνίδι, το να το ονομάσουμε τέχνη θα ταίριαζε ίσως καλύτερα από την βαρύγδουπη βάπτιση του σε «επιστήμη».
Ο Ταλ υπήρξε η αναρχική πινελιά πάνω στην επιβολή της μονολιθικότητας του «επιστημονικού σοσιαλισμού» στο σκάκι. Υπήρξε η πνοή ζωής που ακριβώς δικαιώνοντας την ύπαρξη της, αρνήθηκε την τυποποίηση και τη φόρμα. Έδειξε ότι αυτή ακριβώς η ορμή για αυτόνομη ύπαρξη είναι που μπορεί – έστω και προσωρινά – να ανατρέψει τον εκ των άνω επιβαλλόμενο κανόνα. Ότι εν τέλει η «ομορφιά» μπορεί – έστω και προσωρινά- να νικήσει την από τα πάνω επιβαλλόμενη «αλήθεια». Ο Ταλ υπήρξε ουσιαστικά μια υπόσχεση, μια δυνατότητα ανατροπής. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μποτβίνικ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξης του και του χρόνου του στην προσπάθεια εξέλιξης ενός σκακιστικού προγράμματος για υπολογιστές. Το να νικηθεί η σκέψη του Ταλ από ένα μηχάνημα που δεν κάνει λάθος, δεν ήταν μόνο μια προσωπική ρεβάνς για τον "πατριάρχη". Συνειδητά ή υποσυνείδητα (δεν έχει σημασία) νομίζω είχε αντιληφθεί τον γενικότερο "κίνδυνο" που έκλεινε μέσα του το "φαινόμενο" του Λετονού.
Στην 3η θέση ισοβαθμούν οι δύο του «τελικού που δεν έγινε ποτέ». Νομίζω πώς και αυτό είναι ένα λογικό αποτέλεσμα. Ο Φίσερ με το απίστευτο σκάκι που έπαιξε ειδικά την διετία 1970-72, εκθρονίζοντας μάλιστα τους Σοβιετικούς, όντας ο ίδιος μόνος του, χωρίς μια σχολή από πίσω του, είχε και θα έχει για πάντα τους δικούς του φανατικούς οπαδούς. Υπήρξε – με βάση αυτά που είπαμε παραπάνω για τον Ταλ- ο Φίσερ μια ανατροπή; Ίσως και πάλι να προκαλώ, αλλά κατά την γνώμη μου όχι! Εκθρόνισε την σοβιετική σχολή, παίζοντας το σκάκι της, λογικό σκάκι, μόνο που επειδή ήταν απέξω, είχε την δυνατότητα να παρακολουθεί τα όσα γίνονταν στους κόλπους της, χωρίς την ίδια ώρα να είναι μέρος του «κλειστού κυκλώματος» της και έτσι μπόρεσε να αποφύγει της αντιφάσεις της, κερδίζοντας από τις κατακτήσεις της. Φορέας ανατροπής των παραδεδεγμένων όμως – σε καθαρά σκακιστικό επίπεδο- δεν υπήρξε. Εκτός σκακιέρας, είναι ένα άλλο ζήτημα, που σηκώνει πολύ κουβέντα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι αν ο Φίσερ ήταν σοβιετικός, θα ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Μποτβίνικ (επαναλαμβάνω, όσο αφορά το σκακιστικό καθαρά κομμάτι και όχι την γενικότερη συμπεριφορά του).
Ο Ανατόλι Κάρποβ υπήρξε ίσως ο σκακιστής με την βαθύτερη στρατηγική κατανόηση του παιχνιδιού και δικαίως θα μνημονεύεται ως ένας από τους κορυφαίους παίχτες όλων των εποχών. Η ήττα του από τον Κασπάροβ έχει να κάνει με πολλά πράγματα. Από τα εντελώς αντίθετα στυλ παιχνιδιού αυτών των δύο, την αργοπορημένη αντίδραση του Κάρποβ να προσαρμοστεί απέναντι στον συγκεκριμένο αντίπαλο,  την διαφορά ηλικίας ως και το λάθος του – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κασπάροβ- να «προσθέσει το φάντασμα του Φίσερ στο στρατόπεδο των αντιπάλων του» σε εκείνον τον μαραθώνιο τελικό που δεν …τελείωσε ποτέ.
Άξιο αναφοράς είναι επίσης οι δύο ψήφοι του Πολ Μόρφι, καθώς και οι 5 για τον Καπαμπλάνκα που τον τοποθετούν στην κορυφή των υπολοίπων – αν εξαιρεθούν οι 4 πρώτοι.

Κάθε σχόλιο και κάθε αντίρρηση είναι ευπρόσδεκτα. Έτσι κι αλλιώς θα είναι χαρά μου να κάνουμε κουβέντα. Επίσης περιμένω προτάσεις για επόμενες ψηφοφορίες (έχω κατά νου το «Ισχυρότερος παίχτης που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής», αλλά καλό θα ήταν να πέσουν κι άλλες προτάσεις στο τραπέζι). 





Πολ Μόρφυ
  2 (2%)
Άντολφ Άντερσεν
  0 (0%)
Βίλελμ Στάινιτς
  1 (1%)
Εμμάνουελ Λάσκερ
  1 (1%)
Ακίμπα Ρουμπινστάιν
  1 (1%)
Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα
  5 (6%)
Αλεξάντερ Αλιέχιν
  2 (2%)
Πολ Κέρες
  0 (0%)
Μιχαήλ Μποτβίνικ
  1 (1%)
Βασίλι Σμύσλοβ
  0 (0%)
Μιχαήλ Ταλ
  19 (22%)
Τίγκραν Πετροσιάν
  1 (1%)
Μπόρις Σπάσκι
  0 (0%)
Βίκτορ Κορτσνόι
  1 (1%)
Μπόμπι Φίσερ
  15 (18%)
Ανατόλι Κάρποβ
  15 (18%)
Γκάρι Κασπάροβ
  19 (22%)
Βλάντιμιρ Κράμνικ
  0 (0%)
Βίσι Ανάντ
  0 (0%)
Μάγκνους Κάρλσεν
  0 (0%)


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Βασίλισσες



Στην αίθουσα του σκακιστικού συλλόγου, επικρατούσε σιγή. Μόνο τα ασυντόνιστα χτυπήματα στα ρολόγια ακούγονταν, όταν κάθε παίχτης ολοκλήρωνε την κίνηση του και χτυπούσε το κουμπί στο ρολόι που πάγωνε τον δικό του χρόνο και ταυτόχρονα εκκινούσε αυτόν του αντιπάλου του. (Μέσα στα άλλα οι σκακιστές είναι και λίγο …χρονοκράτορες. Σταματούν και ξεκινούν τα ρολόγια κατά βούληση. Μα αυτό αφορά μόνον τον δικό τους, τον σκακιστικό χρόνο. Δυστυχώς για τον άλλον, τον πραγματικό, που ρέει σταθερά και αμείλικτα, ούτε αυτοί δεν έχουν λύση).

Ένας από τους παλιούς, τους πιο έμπειρους, έπαιξε την κίνηση του, χτύπησε το ρολόι και βγήκε για λίγο έξω, μέχρι να σκεφτεί ο αντίπαλος του.

Μετά από λίγο, άκουσε κάποιον να σέρνει τα βήματα του προς το μέρος του. Έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα. Ήταν ένας από τους πιτσιρικάδες, το νέο αίμα του συλλόγου. Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 8 χρονών. Πλησίαζε αργά, με το κεφάλι κάτω.

«Τι έπαθες ρε μικρέ;»

«Είχα …είχα καλή θέση. Αλλά ….αλλά έστησα τη βασίλισσα μου…»

«Χα χα!» - γέλασε ο παλιός καθώς χάιδευε τον μικρό στο κεφάλι – «και γι’ αυτό κάνεις έτσι; Έχεις να στήσεις πολλές ακόμα!»

«Έστηνες και συ, όταν ήσουν αρχάριος;» κάτι έλαμψε στο βλέμμα του μικρού, καθώς του γεννιόταν η ελπίδα πώς δεν ήταν ο μόνος.

«Ουουου! Έχω στήσει εγώ βασίλισσες! Τόσες που νομίζω πώς έχω εξασφαλίσει για το υπόλοιπο της ζωής μου το μένος του γυναικείου φύλου!»





32 κομμάτια. 30 αρσενικοί και μόλις 2 θηλυκά. Κι όμως ικανά να κάνουν την σκακιέρα άνω κάτω (και μετά μου λες ότι το σκάκι δεν μιμείται τη ζωή).
Μια τέτοια κυρία, τοποθετημένη σε κεντρικό τετράγωνο, ελέγχει 27 τετράγωνα! Σχεδόν την μισή σκακιέρα! Την ώρα που ένας φτωχός πύργος μπορεί να ελέγξει μόλις 14, ενώ ο κακομοίρης ο «τρελός» στο κέντρο της σκακιέρας μπορεί να ελέγξει το πολύ 13, ο δε «βαρύς μάγκας» ιππότης, από το κέντρο (που είναι και γι’ αυτόν η καλύτερη θέση) ελέγχει μόλις 8 τετράγωνα. Ο δύσμοιρος στρατιώτης, ελέγχει μόνο 2 (εκτός απ’ αυτούς  της α και θ στήλης που ελέγχουν μόλις 1), ενώ η «αυτού υψηλότης» - ναι, αυτός ο τεμπέλαρος που έχει τους άλλους να τρέχουν για πάρτη του – στην καλύτερη θέση του ελέγχει 8, αλλά αυτός έτσι κι αλλιώς την περισσότερη ώρα είναι αραγμένος στην φωλίτσα του, για να αποφύγει τα εχθρικά πυρά και συνήθως μόνο στα φινάλε ξεπορτίζει. Μην τα πολυλογούμε. Η «κυρία» κάνει κουμάντο στο παιχνίδι (και όχι μόνο σ’ αυτό, για να λέμε την αλήθεια).
Αλλά αυτή η αρχόντισσα, δεν υπήρχε από την αρχή στο σκάκι. Εισέβαλε πολύ αργότερα.
Στην ανατολή (από την οποία πέρασε το σκάκι στην Ευρώπη), την θέση της είχε ένα κομμάτι που ονομαζόταν «Φιρζάν» και ήταν πολύ αδύναμο. (καμιά σχέση με την τρομοκράτισσα). Κατόπιν αυτό το κομμάτι μετονομάστηκε «βεζίρης» και πάλι με μειωμένες δυνατότητες.
Γύρω στο 1500, κάνει την εμφάνιση της η βασίλισσα, στα 64 ασπρόμαυρα τετράγωνα. Αρχικά, με μειωμένες δυνατότητες κίνησης, ώσπου σιγά σιγά φτάσαμε στην δυνατότητα κινήσεων που έχει και σήμερα. Πολλοί ερευνητές της ιστορίας του σκακιού, συνδέουν την αυξητική τάση στην δύναμη της σκακιστικής βασίλισσας, με την αντίστοιχη αύξηση εξουσιών που απέκτησαν οι βασίλισσες στις αναγεννησιακές βασιλικές αυλές. Κάτι πολύ πιθανό, αν αναλογιστούμε ότι το σκάκι τότε, παιζόταν αποκλειστικά στις βασιλικές αυλές.
Οι αλλαγές στα κομμάτια, αντικατόπτριζαν κάθε φορά το κοινωνικό στάτους, πράγμα που ενισχύει στην περίπτωση της βασίλισσας, την αρχική υπόθεση.
Όπως και να ‘χει, πριν από περίπου 500 χρόνια, απέκτησαν και οι αρσενικοί σκακιστικοί πεσσοί, την θηλυκή που …θα τους κάνει κουμάντο! (Ω, γίνομαι πολύ άδικος με την πάρτη της. Αυτή η κακομοίρα πόσες φορές δεν έχει πέσει ηρωικά για να σώσει το ταίρι της, ή για να δώσει την νίκη στην παράταξη της. Άσε που κάθε σκακιστής θέλει να έχει στο βιογραφικό του τουλάχιστον μια θυσία βασίλισσας. Τι τραβάει κι αυτή η κακότυχη! Να το θεωρεί περηφάνια του, όποιος την θυσιάζει!)

Οι αρχάριοι παίχτες, μόλις μάθουν σκάκι, αρχίζουν να παίζουν βγάζοντας νωρίς την βασίλισσα τους στο παιχνίδι γιατί θέλουν να κάνουν αμέσως ματ.
Μόλις αρχίσουν να γνωρίζουν το παιχνίδι συστηματικά, αρχίζουν να γνωρίζουν και τον «τρόμο της βασίλισσας».
Είναι πολύ καλή, αλλά δυστυχώς έχει κι ο αντίπαλος μία. Φοβούνται να κινήσουν την δική τους, μην την χάσουν, κι έτσι μοιάζει με άχρηστο όπλο, την ίδια ώρα που αισθάνονται ότι  η άλλη  θα καταπιεί την σκακιέρα ολόκληρη. Μετά ακούνε τον προπονητή να φωνάζει:
«Μην βγάζετε νωρίς την βασίλισσα στο άνοιγμα, χωρίς σοβαρό λόγο! Ο αντίπαλος θα εκμεταλλευτεί αυτήν την έξοδο, βγάζοντας κομμάτια που θα απειλούν την βασίλισσα. Εσείς θα την μετακινείτε και αυτός θα βγάζει και άλλο κομμάτι. Στο τέλος θα έχει αναπτύξει όλο το στρατό του, ενώ εσείς το μόνο που θα έχετε πετύχει, θα είναι να κουνάτε την βασίλισσα πέρα δώθε. Και θα έχετε χαμένη θέση πριν ακόμα το καταλάβετε». Πράγματι, η ισχύς της, είναι ταυτόχρονα και η αδυναμία της. Είναι το ισχυρότερο κομμάτι, άρα όταν απειληθεί, θα πρέπει να οπισθοχωρήσει σε ασφαλές τετράγωνο. Δεν μπορεί να μείνει εκτεθειμένη στον κίνδυνο, διότι ο αντίπαλος θα έδινε οποιοδήποτε κομμάτι του για να την αιχμαλωτίσει. Αυτός ο «τρόμος της βασίλισσας» οδηγεί συχνά τους νέους παίχτες να επιδιώκουν μια γρήγορη αλλαγή βασιλισσών από το άνοιγμα. Μόλις φύγουν απ’ το τραπέζι οι «διαβολικές γυναίκες» αισθάνονται πιο ασφαλείς. Φεύγει ένα άγχος, μπορούν να παίξουν σκάκι πιο ελεύθερα. Ωραία, ξεφορτωθήκατε τις δύο ντάμες γρήγορα, αλλά για πείτε μου τι θα κάνετε με τις υπόλοιπες 16 εκκολαπτόμενες;
Δεν είναι λοιπόν μονάχα 2! Είναι άλλες 16, καμουφλαρισμένες με την ταπεινή μορφή ενός στρατιώτη! Όπως γράφει σε ένα βιβλίο του και ο Γιάσερ Σεϊράβαν, απευθυνόμενος προς αρχαρίους: «Προσέχετε τα πιόνια σας. Είναι μωρά βασίλισσες!». Αυτή κι αν είναι τραγωδία! Να είσαι ένας αδύναμος στρατιώτης, στη πρώτη γραμμή. Να σε δέρνουν οι θύελλες και οι κατατρεγμοί σε όλη την παρτίδα. Ύπουλοι αξιωματικοί να σε λοξοκοιτάζουν. Ιππότες να απειλούν με τις λόγχες τους. Απόρθητα κάστρα να ορθώνονται εμπρός σου. Είσαι και το ξέρεις, εντελώς χαμένος. Μα δεν σου μένει άλλος δρόμος. Βάζεις το κεφάλι κάτω και με το αργό βήμα σου, στοχεύεις την τελευταία γραμμή.
«Έτσι και φτάσω ως εκεί, θα σας δείξω εγώ!». Και ναι! Κάποιοι φτάνουν! Και τότε συντελείτε η μεταμόρφωση! Το ταπεινό πιονάκι, ο κυνηγημένος και φοβισμένος στρατιώτης γίνεται …βασίλισσα! Τι τίμημα όμως κι αυτό! Έφτασε ως την τελευταία γραμμή με αίμα και τώρα για να απολαύσει τους καρπούς της ισχύς και της εξουσίας θα πρέπει να …αλλάξει φύλο!
Με τον καιρό βέβαια, ο φόβος φεύγει και οι νέοι παίχτες την αντιμετωπίζουν σαν ένα κομμάτι όπως όλα τα άλλα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετές φαλλοκρατικές βαριάντες ανοιγμάτων, στις οποίες προβλέπεται η αλλαγή βασιλισσών σε πρώιμο στάδιο, ήδη από το άνοιγμα.  Βγάζουμε τις γυναίκες από τη μέση και παίζουμε …αντρικό σκάκι! (Και τι θα κάνατε μωρέ σε έναν κόσμο χωρίς γυναίκες; Μια σκακιέρα χωρίς ντάμες, είναι μια φτωχή σκακιέρα).
Στα προηγούμενα χρόνια, η βασίλισσα (η αλήθεια είναι όχι μόνο αυτή) έπεσε θύμα και μιας άλλης συνήθειας. Όταν περιόδευαν οι μεγάλοι σκακιστές και επισκέπτονταν τις τοπικές λέσχες σκακιστών, έπαιζαν τις λεγόμενες «παρτίδες με χάντικαπ». Ξεκινούσαν με μειωμένο υλικό, για να διατηρεί κάποιες ελπίδες και ο ερασιτέχνης να το παλέψει κάπως. Τίποτα παραπάνω. Αρκετά συχνά, έβγαζαν την βασίλισσα τους απ’ τη σκακιέρα, πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Μάλιστα, ο Καπαμπλάνκα, παρεξηγήθηκε μια φορά, εξ αιτίας αυτής της συνήθειας. Ο μεγάλος Κάπα περιόδευε στην Ευρώπη. Σε κάποιο σταθμό της περιοδείας του, στην Πολωνία – αν δεν κάνω λάθος - σε μια τοπική λέσχη, ένας ερασιτέχνης ζήτησε μια παρτίδα με τον παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο Κάπα φυσικά δέχθηκε, αλλά μόλις κάθισαν μπροστά στο τραπέζι, όπου είχε στηθεί η σκακιέρα, αρπάζει την βασίλισσα του, βγάζοντας την έξω από την σκακιέρα, τηρώντας απλώς την παράδοση των ισχυρών παιχτών να παίζουν με υλικό μειονέκτημα απέναντι σε πιο αδύνατους. Έλα όμως που ο άλλος δεν «μάσαγε» ούτε μπροστά στον παγκόσμιο πρωταθλητή: «Τι κάνεις εκεί; Πώς με προσβάλεις έτσι; Γύρνα πίσω την βασίλισσα. Μπορώ να σε νικήσω και με αυτήν». Ο Κάπα δεν έχασε την ψυχραιμία του: «Κύριε μου, αν μπορούσατε να με νικήσετε, θα σας ήξερα» του είπε τοποθετώντας πίσω την βασίλισσα και συντρίβοντας τον.

Κατά την ρομαντική ειδικά εποχή του παιχνιδιού (αλλά και αργότερα), όπου οι θυσίες ήταν κάτι σαν επιβεβλημένο (οι σκακιστές θεωρούσαν υποχρέωση τους να θυσιάσουν, για να καταδείξουν την επιβολή του πνεύματος πάνω στην ύλη. Μια νίκη με υλικό πολύ λιγότερο, σήμαινε απλά τον θρίαμβο του πνεύματος) οι θυσίες βασίλισσας ήταν συχνότερο φαινόμενο. Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αυτές οι θυσίες βασίλισσας ήταν και τότε και τώρα, ουσιαστικά «ψευδοθυσίες». Ο παίχτης που θυσιάζει βασίλισσα, έχει άμεσο ματ σε κάποιες κινήσεις, ή εντελώς κερδισμένη θέση μετά την θυσία. Πραγματικές θυσίες, με ρίσκο, είναι οι λεγόμενες στρατηγικές θυσίες «διαφοράς». Όταν δηλαδή προσφέρεται πύργος για αξιωματικό ή ίππο ή προσφέρεται ένα ελαφρό κομμάτι (ίππος ή αξιωματικός) για ένα ή δύο πιόνια ή οι θυσίες ενός πιονιού. Αυτές οι θυσίες, δεν παρέχουν άμεσο αντάλλαγμα. Γίνονται για να αποκτηθεί κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα (καλύτερος έλεγχος κάποιου συγκεκριμένου σημείου ή των τετραγώνων ενός χρώματος, κέρδος χρόνου, πρωτοβουλία, δημιουργία αδυναμιών στην αντίπαλη άμυνα κτλ) το οποίο θα προσπαθήσει μετά ο παίχτης να το αξιοποιήσει σιγά σιγά στην πορεία. Γι’ αυτό είναι και πολύ πιο δύσκολες θυσίες, καθώς πρέπει να υπολογιστούν πάρα πολλές βαριάντες με ακρίβεια και να ακολουθήσει «χειρουργικό» παιχνίδι. Ενώ μια θυσία, που δίνει φορσέ ματ σε μερικές κινήσεις και ποιος δεν θα την έκανε (αρκεί να την έβλεπε βέβαια πρώτα. Εγώ συνήθως τις βλέπω μόνο μετά, στην «νεκροψία». Αλλά κανείς δεν κέρδισε παρτίδα στην ανάλυση). Όπως και να ‘χει, είναι εντυπωσιακό να βλέπεις έναν παίχτη να δίνει την βασίλισσα του.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ, είναι η φημισμένη «Αθάνατη παρτίδα» του Άντερσεν, παιγμένη στο περιθώριο του τουρνουά του Λονδίνου στα 1851, απέναντι στον Κιζερίτσκι. Μια μυθική παρτίδα, που γοητεύει για πάντα τους σκακιστές. Ο Άντερσεν θυσιάζει σχεδόν τα πάντα (και τους 2 πύργους του) πριν θυσιάσει και την βασίλισσα, φτάνοντας σε εντυπωσιακό ματ. Στην τελική θέση υπάρχουν μόνο 3 λευκά κομμάτια, δύο ίπποι και ένας αξιωματικός, που δίνουν το ματ. Από την άλλη, υπάρχουν ΟΛΑ τα μαύρα κομμάτια: βασίλισσα, 2 πύργοι, 2 ίπποι, 2 αξιωματικοί! Μόνο πιόνια έχει χάσει ο Κιζερίτσκι. Και όμως γίνεται ματ! Εντυπωσιακή εικόνα στην τελική θέση, με όλο τον μαύρο στρατό ακινητοποιημένο στις γωνιές της σκακιέρας, να παρακολουθεί 3 λευκά κομμάτια να κάνουν ματ. Η βασίλισσα θυσιάζεται στην προτελευταία κίνηση.







Άλλη μια εκπληκτική θυσία βασίλισσας, συνέβη στην παρτίδα Λεβίτσκι – Μάρσαλ, το 1912, όπου ο τρομερός Φρανκ Μάρσαλ παίζει ίσως την εντυπωσιακότερη κίνηση στην ιστορία του σκακιού: 23…Qg3!



Η  μαύρη ντάμα, προσφέρεται ως αμνός καθώς μάλιστα «στουκάρει» σε κενό τετράγωνο, ενώ ο λευκός έχει τρεις δυνατότητες κοψίματος, αλλά φευ… και οι τρεις χάνουν. Ακόμα όμως κι αν ο Λεβίτσκι δεν αποδεχθεί των Δαναών τα δώρα, πάλι χάνει! Οπότε εποίησε σοφά εγκαταλείποντας.
«Μαύρη μαγεία» από τον Μάρσαλ.







Εκτός των θυσιών, η μοίρα των βασιλισσών τους επιβάλλει να δεχθούν συχνά και μια αντίζηλο να συνυπάρχει μαζί τους στην σκακιέρα. Η διγαμία (ή και παραπάνω) επιτρέπεται στο σκάκι για τους μονάρχες.

Δύο τέτοιες παρτίδες, όπου εμφανίστηκαν στην σκακιέρα 4 βασίλισσες, 2 λευκές και 2 μαύρες, μετατρέποντας τους βασιλιάδες σε σουλτάνους στο χαρέμι, είναι η παρτίδα μεταξύ του Μπόμπι Φίσερ και του Τίγκραν Πετροσιάν το 1959 στο Ζάγκρεπ και  η παρτίδα του Αλεξάντερ Μπελιάβσκι και του Μάρκ Ταϊμάνοβ, παιγμένη στην Μόσχα το 1979.



Υπάρχουν και παρτίδες με 5 βασίλισσες πάνω στην σκακιέρα! Κι αν αυτή του Αλιέχιν θεωρείται κατασκευασμένη, η παρακάτω είναι απολύτως αληθινή και πρόσφατη σχετικά,  παιγμένη το 1994 μεταξύ των Mackic και Maksimenko , για να δείτε ότι συμβαίνουν και στις μέρες μας …τέτοια πράγματα. 


Το 1882,  ο Mason έπαιζε με τα μαύρα εναντίον του McKenzie. Από την 72η κίνηση ως την 144η, αποφάσισε να δείξει την λατρεία του προς την βασίλισσα του, αγνοώντας τα υπόλοιπα κομμάτια του και παίζοντας μόνο με αυτήν. Αυτό είναι και το ρεκόρ για συνεχόμενες κινήσεις του ίδιου κομματιού σε παρτίδα.
Το 1969 ο Κeres, μαύρος εναντίον του Westerinen και με κομμάτι κάτω, αποφάσισε να δείξει στον Φιλανδό τι εστί διαρκές σαχ. Από την 38η μέχρι την 75η κίνηση ο Πολ έδεινε ανελέητα σαχ με ότι του είχε απομείνει, δηλαδή με τη βασίλισσα του. Έκανε ένα μικρό διάλλειμα στην 76η και κατόπιν εξακολούθησε το βιολί του μέχρι την 80η, όταν ο Westerinen, προφανώς απηυδισμένος, συμφώνησε την ισοπαλία. 



Κάποτε, ένας σκακιστής, κινδύνευε να χάσει την βασίλισσα του. Τελικά έχασε την παρτίδα, αλλά όχι και το χιούμορ του, καθώς δήλωσε αμέσως μετά: «Ευτυχώς πρόλαβα και έγινα ματ, αλλιώς θα έχανα τη βασίλισσα μου!»



Οι αρχόντισσες των 64 τετραγώνων θα είναι πάντα εκεί, διασχίζοντας σαν αστραπή τις κάθετες και τις διαγώνιους, απειλώντας τους πάντες και τα πάντα, κάνοντας ματ ή πέφτοντας ηρωικά, για να μας θυμίζουν ίσως πώς μια γυναίκα κρύβει μέσα της την σωτηρία αλλά και την καταστροφή ταυτόχρονα. Όμως όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, σημασία έχει να ευχαριστηθούμε το παιχνίδι.

Κι όπως έγραψε ο Μανώλης Αναγνωστάκης:

«Έλα να παίξουμε! Θα σου χαρίσω την βασίλισσα μου…»